Σαγηνεύω Σαγηνεύω -ομαι: ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου·…
Ξεμανταλώνω Ξεμανταλώνω -ομαι: για πόρτα ή για παράθυρο, βγάζω, σύρω το μάνταλο και με επέκταση ξεκλειδώνω.
Ναύλα Ναύλα (τα): το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου.