Category: Λέξεις

  • Ιδιάζων

    Ιδιάζων -ουσα -ον: που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα. (*)


    Ο γιατρός μας είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Μια όαση μέσα στην σύγχρονη έρημο της αδιαφορίας και του ωφελιμισμού. Κάθε ασθενή του τον αντιμετωπίζει σαν να είναι μέλος της οικογένειας του. Για φακελάκι στις εγχειρήσεις ούτε λόγος και όσο για το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου του, τον διαθέτει σε εθελοντική εργασία σε διάφορες ομάδες βοήθειας αστέγων και απόρων. Είναι ένας άνθρωπος με το Α κεφαλαίο! Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας αν τέτοιοι επιστήμονες ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Θαρρώ

    Θαρρώ: έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω. (*)


    Ο Πανσγιωτάκης είναι καλόψυχο παλικάρι αλλά άμα σε πετύχει να παίζεις τάβλι την έκανες. Όλο υποδείξεις είναι… εκεί που μόλις έχεις παίξει την ζαριά σου και περιμένεις να δεις τι θα φέρουν τα κόκαλα για τον αντίπαλο, πετάγεται σαν την τσουτσού και λέει: «Θαρρώ ότι το έξι πέντε θα έπρεπε να το παίξεις αλλιώς», «Θαρρώ ότι δεν εκμεταλλεύτηκες σωστά τα ντόρτια», «Θαρρώ ότι άμα ο άλλος φέρει τώρα ένα τριόδυο την έκανες». Στα κάνει τα νεύρα κρόσσια σου λέω!
    Άσε το άλλο. Άμα του πεις «Έλα ρε Παναγιωτάκη να παίξουμε ένα μέχρι τα πέντε», σου λέει «Μπα, εμένα μου αρέσει να βλέπω»! Αμ δεν σου αρέσει να βλέπεις λεβέντη μου, να μου τσαταλιάζεις το νευρικό σύστημα σου αρέσει… θαρρώ! Άμε θαρρέψου, με το συμπάθιο κιόλας Παναγιωτάκη μου, άμε θαρρέψου!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ηλιοτροπισμός

    Ηλιοτροπισμός (ο): η ιδιότητα που έχουν τα φυτά να στρέφονται προς το ηλιακό φως. (σελ. 16) (*)


    – Έχεις δει τον Ερμόλαο τώρα τελευταία;
    – Χθες το απόγευμα είμαστε μαζί στο στέκι μας. Παρουσιάζει έντονα φαινόμενα Ματινοτροπισμού!
    – Τι;
    – Να, παιδί μου, πως είναι ο ηλιοτροπισμός στα φυτά… έτσι ο Ερμόλαος, στρέφει συνεχώς και αδιαλείπτως το βλέμμα του στο σημείο που βρίσκεται η Ματίνα, η σερβιτόρα! Την έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα λέμε!!!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ζούζουλο

    Ζούζουλο (το): [1] ζωύφιο, ζουζούνι [2] μικρό παιδί, ζωηρό και άτακτο. (*)


    Αύγουστος, ντάλα μεσημέρι. Όλη η πλάση βρίσκεται σε λήθαργο όπως και η γειτονιά μας. Είναι αυτό που λένε… ούτε πούστης δεν κουνιέται. Πόρτες και παράθυρα τέντα ανοικτά, μπας και φιλοτιμηθεί κάνα περαστικό αεράκι και μας κάνει βεγγέρα. Και ξάφνου, εκεί στην υποχρεωτική ραστώνη, μια στριγκλιά σχίζει την σιωπή και τα σωθικά μας! Αμάν, ξύπνησε ο Γιαννάκης, το ζούζουλο της Ματίνας και του Λευτέρη. Τώρα για κάνα μισάωρο θα δουλεύει τη σειρήνα στο φουλ. Μάλλον, όμως, χάρη μας έκανε ο διαβολάκος. Που να φχαριστηθείς ύπνο με τέτοια κουφόβραση. Πάμε καλύτερα να χτυπήσουμε κάνα φραπεδάκι! Λάλατο Γιαννάκη, λάλατο…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ειλητάριο

    Ειλητάριο (το): χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο. (*)


    Άκου τι μας έκανε εχθές το βράδυ ο μικρός. Κόλλησε και τύλιξε ένα μακρόστενο κομμάτι χαρτί γύρω από ένα στυλό (κάτι σαν ειλητάριο, που το ξεσήκωσε;) και έγραψε εκεί τις εντολές του, τις οποίες ανακοίνωσε μπροστά σε όλη την οικογένεια! Να, διάβασε… το έβγαλα φωτοτυπία, το πρωτότυπο είναι κολλημένο πάνω στο ψυγείο…

    – Να μην με ξαναπείτε μικρό, είμαι οκτώ χρονών!
    – Να μην μου τσιμπάτε τα μάγουλα, δεν είναι αστείο!
    – Να μην αφήνετε φως ανοικτό στο δωμάτιο μου το βράδυ, δεν φοβάμαι πια!
    – Να μην σταματάτε μια συζήτηση όταν μπαίνω στο δωμάτιο, έτσι κι αλλιώς κρυφακούω!
    – Να μην ξαναφάμε λαχανάκια Βρυξελλών, να πάνε να κάνουν καλό αλλού!
    – Να τρώμε πιο συχνά σοκολάτα, έχει Κάλιο, το είπε η Ειρήνη εχθές στο τηλέφωνο!
    – Να μου συγχωρείτε ότι σκανταλιά κάνω γιατί είμαι μικρό παιδί, δεν καταλαβαίνω, το είπε και η γιαγιά!

    Είδες το κάθαρμα μου; Ή δικηγόρος ή πολιτικός θα γίνει αυτός… πάντως μεγάλος τζερεμές έτσι κι αλλιώς!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Δεμάτι

    Δεμάτι (το): μεγάλη δέσμη από κλαδιά, άχυρα κτλ. (*)


    Τις προάλλες με έβγαλε ο δρόμος στον κάμπο. Οι ελιές μαζεμένες, τα αμπέλια κλαδεμένα… όλη η φύση προσμένει την άνοιξη για να αναγεννηθεί! Τότε μου ήρθε στο μυαλό μου ο παππούς. Όταν κλάδευε το αμπέλι, έκανε με τις κληματόβεργες δεμάτια που τα ντάνιαζε στην άκρη της μάντρας. Το Πάσχα με το καλό, αλλά και όποτε ανάβαμε την ψησταριά, είχαν την τιμητική τους. Χρησιμοποιούσαμε και κάρβουνα, αλλά οι κληματόβεργες από το αμπέλι μας ήταν το Α και το Ω της θράκας! Οι παλιότεροι για όλα είχαν βρει κάποια χρησιμότητα, κάποιο σκοπό… όσα πέταγαν ήταν πραγματικά σκουπίδια και όχι σκουπίδια κατ’ όνομα. Είναι και αυτό κάτι από εκείνα που έχουμε ξεχάσει και επιβάλλεται να ξαναθυμηθούμε και να ξαναφέρουμε στην καθημερινότητα μας. Η πράσινη και η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να ξεκινούν και να εφαρμόζονται πρωτίστως από το κάθε νοικοκυριό!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Γαλιάντρα

    Γαλιάντρα (η): [1] ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα [2] ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης. (*)


    Θυμάμαι όταν ερχόταν η θεία Ελπινίκη στο σπίτι μας επίσκεψη, κοιτάγαμε όλοι να εξαφανιστούμε· εκτός από τους γονείς μας βέβαια, όχι γιατί δεν το ήθελαν, αλλά γιατί δεν μπορούσαν! Όποιος την γνώριζε, ο Θεός να την συγχωρέσει, θα έπαιρνε όρκο ότι η θεία είχε στο στόμα ένα μοτεράκι. Ναι, ναι μην γελάτε. Το έβαζε μπρος με το καλησπέρα και το σταμάταγε με το καληνύχτα. Σκέτη γαλιάντρα! Δεν μπορούσες να σταυρώσεις λέξη παρουσία της. Και να είχε κάποιο ειρμό η κουβέντα… όχι! Από το ένα θέμα πεταγόταν στο άλλο, όπως κάνουν αυτοί οι ιπτάμενοι σκίουροι που έχω δει σε ένα ντοκιμαντέρ. Μοτεράκι σου λέω, μοτεράκι!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.