Category: Λέξεις

  • Εθνοπατέρας

    Εθνοπατέρας (ο): ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου που παρουσιάζεται σαν προστάτης του έθνους του, των εθνικών συμφερόντων και ιδεωδών. (*)


    Σήμερα το πρωί πήγα για κούρεμα. Ο κυρ Βαγγέλης παραδοσιακός κουρέας, άριστος στην τέχνη του -κάνει και ξύρισμα αν θέλεις ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ-, είναι από τους ελάχιστους κουρείς που έχουν απομείνει στις συνοικίες της Αθήνας. Ένα μόνο κακό έχει… την τηλεόραση. Πάνω στον πάγκο με τα σύνεργα του, έχει μια μικρή τηλεόραση, LCD παρακαλώ, δώρο του εγγονού του, που συνεχώς παίζει ενημερωτικές εκπομπές ή ειδήσεις… ανάλογα με την ώρα.
    Έτσι και σήμερα, ήταν συντονισμένη σε μία από αυτές τις πρωινές εκπομπές όπου παρελαύνουν οι περιώνυμοι εθνοπατέρες “μαχόμενοι” -λεκτικά- μεταξύ τους για την σωτηρία του έθνους και την ευημερία του ελληνικού λαού! Οχτακόσια μου έφτασε η πίεση!
    Πως γίνεται εκείνοι που μας έφεραν στην κόλαση, να μας οδηγήσουν στον παράδεισο; Πως γίνεται άνθρωποι που ζουν μέσα στην πολυτελή σφαίρα τους, να νιώθουν εκείνους που δυστυχούν; Και, πως γίνεται ανθρώπους που δεν θα τους έδινες ούτε την πιο ευτελή και απλή εργασία στην επιχείρηση σου, να τους έχουμε διαχειριστές του μέλλοντος μας και του δημόσιου κορβανά; Έχω μια υποψία, αλλά δεν είναι της παρούσης… Ένα είναι σίγουρο, την επόμενη φορά που θα πάω να κουρευτώ, θα πάρω μαζί και τα υπογλώσσια, αλλιώς δεν την βγάζω καθαρή!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Δέλεαρ

    Δέλεαρ (το): απατηλό μέσο που διαθέτει ελκτική δύναμη, και με το οποίο γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης κάποιου. (*)


    Εδώ και κάμποσο καιρό δεν αισθάνομαι καλά. Δεν θέλω να σηκώνομαι από το κρεββάτι το πρωί, δεν θέλω να βγαίνω έξω, δεν βρίσκω χαρά σε τίποτα και θέλω να γυρνώ συνέχεια με τις πιτζάμες μέσα στο σπίτι. Ο κολλητός μου, ο Νίκος, λέει ότι έχω κατάθλιψη και προσπαθεί συνεχώς να με βγάλει από το καβούκι που έχω κλειστεί. Να, και πριν λίγο με πήρε τηλέφωνο για να βγούμε, να βρεθούμε με την παλιοπαρέα. Δεν λέω το δέλεαρ ήταν μεγάλο, μιας και θα είναι και η Αντιγόνη εκεί, ο αρχαίος και μόνιμος -χωρίς ανταπόκριση- έρωτας μου! Όμως το ματς, όπως χαρακτηριστικά ανάφερε ο Νίκος, έληξε με σκορ Κατάθλιψη-Αντιγόνη: 1-0 και το γκολ βαλμένο από τα αποδυτήρια! Κάποια άλλη φορά Νίκο… δεν νιώθω καλά σήμερα…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Γαϊδουροκαλόκαιρο

    Γαϊδουροκαλόκαιρο (το): 1. υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι 2. οι ζεστές μέρες στα τέλη του Οκτώβρη· το μικρό καλοκαιράκι. (*)


    – Έλα πατέρα εγώ είμαι, καλημέρα.
    – Καλημέρα λεβέντη μου, τι κάνετε, όλα καλά;
    – Μια χαρά πατέρα και η Λένα και τα παιδιά μια χαρά. Εσείς, ανάψατε τζάκι, έπιασε κρύο στο χωριό;
    – Είχαμε ανάψει, αλλά από προχθές έπιασε γαϊδουροκαλόκαιρο και απολαμβάνουμε τις τελευταίες ζέστες, πριν μπει ο Νοέμβρης και αρχίσουν τα γερά κρύα. Κάτσε να σου φωνάξω και τη μάνα σου, σιδερώνει τη σημαία για να την κρεμάσουμε στο μπαλκόνι· 28η αύριο! Τασίααααα, το παιδί στο τηλέφωνο!!! Γεια σου από μένα παλικάρι μου, να μου τους φιλήσεις όλους στο σπίτι.

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Βελέντζα

    Βελέντζα

    Βελέντζα (η): χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα. (*)


    Χειμώνας 2012-13, εν Αθήναις. Χάρη στους πολιτικούς, που επί δεκαετίες ξεζουμίζουν την χώρα, και την παγκόσμια Νέα Τάξη Πραγμάτων, που θέλει να βάλει καπίστρι σε όλους τους λαούς του πλανήτη, δεν υπάρχει στη δεξαμενή της πολυκατοικίας ούτε σταγόνα πετρέλαιο. Κρύο – καιρός για δύο, αλλά δεν γίνονται αγκαλίτσες και φιλάκια σε θερμοκρασίες πλησίον του μηδενός· Έλληνες είμαστε δεν είμαστε Εσκιμώοι! Το βαρύ έργο αναλαμβάνει μια ηλεκτρική θερμάστρα και το χειμερινό πάπλωμα, αλλά δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά.
    Και τότε, σε μια έκλαμψη του νου, θυμάμαι την βελέντζα της γιαγιάς! Με βήμα ταχύ, κατεβαίνω στην αποθηκούλα του υπογείου και την ανασύρω μέσα από ένα μεγάλο χαρτόκουτο. Αερισμός για να φύγει η μυρωδιά της ναφθαλίνης και ρίξε χιονάκι Θεέ μου να δούμε μια άσπρη μέρα. Η βελέντζα έκανε το θαύμα της. Μας ζέστανε και μας έφτιαξε την διάθεση με τα υπέροχα έντονα χρώματα και τα γεωμετρικά σχέδια της. Η γιαγιά πρέπει σε κάποια προηγούμενη ζωή της να ήταν Ίνκας, δεν εξηγείται αλλιώς. Να ‘σαι καλά γιαγιούλα μου εκεί που είσαι!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Αγαλήνευτος

    Αγαλήνευτος

    Αγαλήνευτος -η -ο: που δεν έχει γαληνέψει, ηρεμήσει. (*)


    Από μικρός, θυμάμαι, είχα μια σχέση λατρείας και φόβου με την καλή μου. Ειδικά όταν εκείνη είχε τα μπουρίνια της, κρατούσα αποστάσεις ασφαλείας και την θαύμαζα από μακριά με το βλέμμα μου μαγνητισμένο στο υγρό κορμί της. Αυτός είναι και ο λόγος που, το σπίτι των ονείρων μου είναι χτισμένο πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο, που ορθώνει το ανάστημα του πάνω από το αλμυρό νερό της.
    Τα καλοκαίρια με τα ηλιοβασιλέματα η θέα σε μαγεύει, αλλά τους χειμώνες είναι που σου κόβει την ανάσα· όταν η αγαπημένη μου θάλασσα, αγαλήνευτη, καθρεφτίζει στο σώμα της τον μουντό ουρανό και οδηγεί το νου στα περασμένα. Στις στιγμές που αναπαύονται υπομονετικά στο συρτάρι των αναμνήσεων, περιμένοντας την κατάλληλη ώρα να ζωντανέψουν έστω και για λίγα λεπτά… γαληνεύοντας την ψυχή ή ταράσσοντας την, έτσι για να μοιάζει με εκείνη.

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.