Ναύλα

Ναύλα (τα): το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου. (*)


Τον Σταμάτη είχα να τον δω αρκετά χρόνια. Μαζί ξενιτευτήκαμε και στις αρχές, στον νέο τόπο, κάναμε πολύ παρέα. Τα χωριά μας πίσω στην πατρίδα είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Μετά δεν ξέρω τι έγινε… η πολλή δουλειά, οι έγνοιες, το ότι εκείνος άρχισε να κάνει περίεργες παρέες; Χαθήκαμε!
Έτσι προχθές που συναντηθήκαμε τυχαία, κόντεψα να μην τον γνωρίσω. Εκείνος με είδε και μου φώναξε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Αντίθετα με την πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών, ο Σταμάτης δεν κατάφερε να προκόψει. Μάλιστα βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από εκείνη που είχε όταν πρωτοπατήσαμε τα πόδια μας εδώ.
Για να καταλάβεις, ούτε τα ναύλα του δεν έχει να πληρώσει για να επιστρέψει στην πατρίδα. Ο αδερφός του στο χωριό, ένα πιάτο φαγητό θα του το δώσει, ενώ εδώ… Έτσι στην ελληνική παροικία κάναμε έρανο και τον στείλαμε πίσω στην Ελλάδα. Ά, ρε Σταμάτη…

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.