Category: Λέξεις

  • Βεργολυγερή

    Βεργολυγερή (η): χαρακτηρισμός ψηλής, λεπτής και λυγερής γυναίκας. (*)


    Βρέθηκα στην πόλη της μαζί με το συνεργείο. Θα ετοιμάζαμε ένα ντοκιμαντέρ που αφορούσε την παρακείμενη λίμνη. Δούλευε στο καφέ που καθίσαμε για να συζητήσουμε το πρόγραμμα της ημέρας. Μας πλησίασε να πάρει παραγγελία και ο χρόνος σταμάτησε. Τελειώσαμε τα γυρίσματα σε δύο μέρες. Πήρα άδεια χωρίς να το ξέρει. Πήρε άδεια χωρίς να το ξέρω. Μία βδομάδα με την βεργολυγερή μου, σε ένα κοντινό στην πόλη της χωριό. Στο πατρικό της σπίτι, μόνοι μας. Ο κόσμος γύρω να γυρίζει και εμείς εκεί… να στέκουμε ακίνητοι, με τις ματιές να διασταυρώνονται σε ένα αρχέγονο χορό, σφραγίζοντας το σμίξιμο των σωμάτων και των ψυχών. Μια βδομάδα… μια βδομάδα μόνο… και μετά; Μετά η προσμονή, η ελπίδα για αρχή και το ξόρκισμα ενός πιθανού τέλους.

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Αγάντα

    Αγάντα: Ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει διατηρώ μια κατάσταση με όλη τη δύναμη ή κρατώ κάτι. Η λέξη αγάντα είναι ισπανική μα είναι δάνειο από τα ιταλικά και σημαίνει επίσης: ο πάσσαλος που δένουν τα πλοία. Μεταφορικά η λέξη αγάντα δηλώνει την υπομονή και την αντοχή.


    Εχθές το πρωί πήγα στον πεθερό μου, για να τον βοηθήσω με το καθάρισμα της αποθήκης. Ρε παιδί μου, σκαθάρι ήταν στην προηγούμενη ζωή του; Είχε μαζέψει εκεί μέσα ό,τι μπορείς και δεν μπορείς να φανταστείς. Μέχρι δύο μεγάλους θερμοσίφωνες είχε -παλιούς, άχρηστους και διάτρητους από τη σκουριά- που σκεφτόταν λέει κάποτε να τους κόψει και να κάνει δύο ψησταριές… μία για κάθε κορίτσι! «Ωραία προίκα μου ετοίμαζες» του είπα για αστείο και εκείνος με έβαλε να τους φορτωθώ και να τους βγάλω στην άκρη της αυλής που μαζεύαμε τα σίδερα για τον παλιατζή! Καλά να πάθω… καθώς σερνόμουν σαν τον σαλίγκαρο με το άτιμο το θεόβαρο πράγμα στην πλάτη, μου έλεγε «Αγάντα γαμπρέ, αν τους ήθελες για προίκα θα τους κρατούσαμε! Άντε να δούμε που θα ψήνω για τα εγγόνια όταν έρθουν με το καλό». Ε, να μην στα πολυλογώ, γύρισα το απόγευμα στο σπίτι σαν σίγμα τελικό! Στράβωσα από την κούραση αδερφέ μου… είμαι και άμαθος. Με τέτοια μέση, δεν τα βλέπω τώρα κοντά τα εγγόνια πεθερούλη μου… δεν τα βλέπω!

  • Αγύρτης

    Αγύρτης -ισσα: υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· απατεώνας, τσαρλατάνος. (*)


    – Βαγγέλη μου, φιλαράκι μου, πάμε μέσα να στα πω. Δεν θέλω να μας ακούσει κανείς!
    – Τι έγινε ρε Αντώνη; Πήραν φωτιά τα μπατζάκια σου;
    – Άλλος πήρε φωτιά… ο Γιαννούκος…
    – Ο γιος της κυρά-Τασίας; Τι έπαθε;
    – Ποιας κυρά Τασίας ρε όργιο… συγκεντρώσου… ο Γιαννούκοςςςςς… η ριρή… ο παργαλάτσος… ο Κιουταχής ρε! Έλα βάλτο το ρημάδι να δουλεύει και θα μας ακούσει κανένας.
    – Ωχ, τι έπαθε το καμάρι της γειτονιάς; Κουράστηκε και έγειρε στου καραβιού τη πλώρη;
    – Ρε χιουμορίστα της κακιάς συμφοράς… πήγα στον Ευαγγέλου!
    – Πλάκα κάνεις; Πες ότι κάνεις πλάκα! Αυτός είναι αγύρτης ρε. Πόσο ηλίθιος μπορεί να είσαι; Τι σου έκανε ρε κόπανε ο τσαρλατάνος;
    – Μου έδωσε μια αλοιφή που… μην γελάσεις θα χεστούμε… να, θα του πρόσθετε διάμετρο… σκάσε μην γελάς!
    – Ρε ζώο ακατέργαστο! Τι είναι το πουλί σου; Κόκορας να τον παχύνεις για να τον φας με χυλοπίτες! Μπέρδεψες τα πουλιά; Και τι έγινε ρε; Πάει ο Γιαννούκος; Τον κλαίμε με μαύρο δάκρυ;
    – Δεν ξέρω ρε κουμπάρε, έχει γεμίσει κοκκινίλες και πονάει γαμώτο!
    – Ντύσου ρε ηλίθιε να σε πάω στο νοσοκομείο… γαμώ το κέρατο μου το τράγιο. Άντε σήκω. Άκου θα πρόσθετε διάμετρο! Έλα Γιαννούκο στον τόπο σου. Ήμαρτον ρε… που λέει και ο Γεωργίου!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Θαλερός

    Θαλερός -ή -ό: [1] (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος. [2] (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός. (*)


    Ο μπάρμπα-Αντρέας είναι η προσωποποίηση αυτού που λέμε θαλερός άνθρωπος. Με τα εβδομήντα πατημένα για τα καλά, τον κάνεις το πολύ πολύ εξηντάρη. Κάθε μέρα περπατά σχεδόν το μισό νησί· εντάξει δεν είναι μεγάλο, ένα μικρό νησάκι είναι, αλλά για δείξε μου κάποιον με τα μισά του χρόνια που να το κάνει αυτό καθημερινά; Σταυρώνει τις παλάμες στην πλάτη, φορά την αγαπημένη του τραγιάσκα και αρχίζει τον περίπατό του καμαρωτός καμαρωτός. Και από τα υπόλοιπα; Ζάχαρη το στόμα του και εγκυκλοπαίδεια το μυαλό του. Έξω καρδιά και λεβεντιά!
    Άμα δε τον ρωτήσεις για το μυστικό που τον κρατά έτσι αειθαλή; Θα λάβεις την σταθερή απάντηση: Καθόλου τσιγάρο, λίγο κρέας, μπόλικα χόρτα και πολλές πολλές γυναίκες! Το τελευταίο μάλιστα το ξεστομίζει χαμογελώντας πονηρά, αφού όλο το νησί ξέρει ότι μια γυναίκα αγάπησε, παντρεύτηκε και της έμεινε πιστός μέχρι τα τώρα… την Ευθαλία του, τη ζαργάνα του όπως την φωνάζει!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Επάκτιος

    Επάκτιος: που βρίσκεται ή εντοπίζεται στην ακτή. (*)


    – Έλα Αντώνη, εγώ είμαι. Την απέρριψαν την αίτηση, δυστυχώς.
    – Ποιος την απέρριψε ρε και γιατί; Μην τους γαμήσω!
    – Ο Δαλαβίγκας που είναι υπεύθυνος για τις άδειες. Δεν επιτρέπονται λέει επάκτιες κατασκευές των καταστημάτων της παραλιακής. Ούτε καν σκέτα τραπέζια με καρέκλες δεν δέχεται να βάλουμε. Η παραλία λέει ανήκει σε όλο τον κόσμο, που ζει ή επισκέπτεται το νησί, και όχι στον κάθε επιχειρηματία.
    – Και ο Αργυρίου; Ο Αναστασιάδης; Ο Μάκης ο σαπάκης; Ο Βασιλειάδης το καθίκι; Αυτοί είναι όλος ο κόσμος; Δεν είναι επιχειρηματίες αυτοί; Μέχρι στέγες έχουν φτιάξει ρε για καμιά καλοκαιρινή μπόρα…
    – Μου είπε ότι όλα αυτά θα γκρεμιστούν… περιμένει την εισαγγελική εντολή!
    – Του χρόνου στις 31 Φλεβάρη… τότε θα τα γκρεμίσουν… σε τα μας ρε; Λάδωμα θέλει η παλιό νυφίτσα…
    – Δεν ξέρω αν θέλει λάδωμα, αλλά έχει δίκιο ρε Αντώνη… αν κλείσει όλη η παραλία με τραπέζια, καθίσματα, ξαπλώστρες και ομπρέλες… που θα κάνει μπάνιο ο κόσμος;
    – Δεν με γαμάς και εσύ ρε μαλάκα; Ποιος σε πληρώνει; Εγώ ή η κυράτσα που θα πάει με τα εγγόνια να κάνει μπάνιο; Ε; Άντε στο διάολο και συ… χασοδίκη του κερατά! Θα πάω να τον βρω εγώ και θα του βάλω λαδορίγανη για να ψηθεί… δεν επιτρέπονται οι επάκτιες… και αρχίδια καπαμά!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Άφατος

    Άφατος -η -ο: που δεν μπορούν να τον περιγράψουν, να τον εκφράσουν· απερίγραπτος, ανείπωτος. (*)


    Η πολυτελής άμαξα, που την έσερναν τέσσερα επιβλητικά λευκά άλογα, πέρασε την πύλη του κτήματος και κατευθύνθηκε προς την έπαυλη. Στα σκαλιά της εξώπορτας του μεγάρου ήταν παραταγμένο όλο το υπηρετικό προσωπικό. Όταν το αφεντικό τους ο δικαστής Τζόνσον κατέβηκε από την άμαξα, τον πλησίασε ο επικεφαλής τους.
    «Καλώς ήλθατε κύριε», είπε κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και συνέχισε «άφατα συναισθήματα ευτυχίας κατακλύζουν τις καρδιές όλων μας. Ο καλός Θεός μας ευλόγησε με την ευδαιμονία της παρουσίας σας. Οι κύριοι που σας συνοδεύουν; Να φροντίσω για δωμάτια;»
    «Καλώς σας βρήκα Έντουαρντ. Οι κύριοι δεν θα μείνουν πολύ ώρα. Πήγαινε αμέσως στο γραφείο μου και περίμενε. Έχουμε πολλά να πούμε!» απάντησε με απότομο ύφος ο δικαστής. Το πρόσωπο του μαλάκωσε αισθητά καθώς γύρισε προς τους υπόλοιπους υπαλλήλους του λέγοντάς «Σας ευχαριστώ για την υποδοχή. Παρακαλώ να επιστρέψετε στις εργασίες σας. Εκτός από εσένα Έλεν».
    Η Έλεν, η μαγείρισσα του σπιτιού, βρισκόταν στην δούλεψη του Λέοναρντ Τζόνσον πάνω από είκοσι χρόνια. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν ο πιο αγαπητός και κοντινός του άνθρωπος.
    «Κύριε δεν κατάλαβα τι είπε ο Έντουαρντ, αλλά είμαστε πολύ χαρούμενοι που ήρθατε. Έχουμε πάνω από μήνα να σας δούμε! Σας έχω ετοιμάσει την αγαπημένη σας σούπα. Ξέρετε, όμως, έγιναν πολλά… εκείνος, η καημένη η Λάρα… είναι αθώα κύριε… σας ορκίζομαι!»
    «Χμ! Καλή μου Έλεν… πήγαινε στην κουζίνα σου και έρχομαι… πριν μιλήσω με τον Έντουαρντ θέλω να μου τα πεις όλα! Να μας τα πεις δηλαδή. Οι κύριοι θα μας κάνουν συντροφιά στο τσάι που θα μας προσφέρεις. Μην ανησυχείς για τίποτα… είναι αστυνομικοί και βρίσκονται εδώ για να συνοδέψουν αυτόν τον αχρείο στην μελλοντική κατοικία του…».

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ωτακουστής

    Ωτακουστής (ο): αυτός που ακούει κρυφά τι συζητούν κάποιοι, που κρυφακούει. (*)


    – Άσε Ισμήνη μου, είμαι ξενυχτισμένη!
    – Γι…
    – Γιατί; Ο κύριος Λάμπης μας φταίει. Άκου τι έγινε. Μόλις είχαμε ξαπλώσει χθες το βράδυ και άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι από το διπλανό διαμέρισμα. Ξέρεις, οι κρεβατοκάμαρες είναι μεσοτοιχία και η μόνωση πιο λεπτή κι από την σπανακόπιτα που φτιάχνει η πεθερά μου η τσιγκούνα. Μόλις ακούει τα ψιθυρίσματα που λες το καμάρι μου, πετάγεται σαν ελατήριο, τρέχει σαν αίλουρος στην κουζίνα και μου έρχεται με ένα νεροπότηρο. Ανεβαίνει το τέρας με τις παντόφλες πάνω στο κρεβάτι, κακό χρόνο να ‘χει, και κολλά στο τοίχο ο παλιό ωτακουστής για να ανακαλύψει τι κουβεντιάζουν οι δίπλα. Άστα κορίτσι μου… μία ώρα κάθισε έτσι ωσάν το γύπα και μου έκανε και τα σεντόνια σαν τη μούρη του με τις βρωμοπαντούφλες του!
    – Τι λες βρε παιδί μου;
    – Έχει όμως και συνέχεια, αμέ! Όταν οι άνθρωποι τελείωσαν την κουβέντα, είπαν να συνευρεθούν με την βιβλική έννοια του όρου.
    – Εεε;;;
    – Να το κάνουν μωρέ, τι δεν καταλαβαίνεις; Ε, όλα τα είχαμε, κόρωσε και ο δικός μου και ήθελε μια από τα ίδια… με τα φρεσκοπλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια σε μαύρο χάλι εξαιτίας του! Θράσος παιδί μου, θράσος.
    – Και…
    – Τι έγινε; Ρε Ισμήνη θα αφήσεις το μπούρου μπούρου να πάω να φτιάξω κάνα φαΐ; Άντε, γλώσσα δεν έβαλες μέσα πρωινιάτικα… έλεος!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.