Σαλαγάω Λέξεις / Σ Σαλαγάω: για το βοσκό που με κραυγές, σφυρίγματα κτλ. παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει.
Σαγηνεύω Λέξεις / Σ Σαγηνεύω -ομαι: ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου· γοητεύω.