Ραγάνι

Ραγάνι (το): καταιγίδα με ανεμοστρόβιλο. (*)


«Αντώνη τρέξε. Κλείσε τα ζώα στο στάβλο. Αμπάρωσε τα ανοίγματα και την πόρτα. Εγώ πάω να ασφαλίσω εκείνα του σπιτιού. Γρήγορα και μετά έλα πετώντας!» φώναξε ο πατέρας μου τρέχοντας προς το σπίτι μας. Πριν μπει μέσα γύρισε και μου κραύγασε «έρχεται ραγάνι, βιάσου!». Τότε πρόσεξα τον κατάμαυρο ορίζοντα και την τεράστια σαν σβούρα στήλη του ανεμοστρόβιλου. Λίγα λεπτά αργότερα ο τόπος σείονταν και το νερό χτυπούσε αλύπητα την οροφή του στάβλου. Στο σπίτι κατάφερα να πάω αφού είχε περάσει η θεομηνία… καλύτερα έτσι όμως γιατί δεν μείναν και τα ζώα μόνα τους σε αυτόν το χαλασμό. Είχαν κατατρομάξει τα καημένα, όπως και εγώ άλλωστε, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το κρατήσουμε κρυφό… θα είναι το μυστικό μας. Τέλος καλό, όλα καλά!

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.