Ξ

Ξέπλεκος

Ξέπλεκος -η -ο: κυρίως για τα μαλλιά του κεφαλιού που δεν είναι πλεγμένα ή δεμένα, που είναι λυτά.

Ξεμανταλώνω

Ξεμανταλώνω -ομαι: για πόρτα ή για παράθυρο, βγάζω, σύρω το μάνταλο και με επέκταση ξεκλειδώνω.