Category: Λέξεις

  • Παλιμπαιδισμός

    Παλιμπαιδισμός (ο): η τάση ενός ηλικιωμένου ατόμου να συμπεριφέρεται σαν παιδί, καθώς και η ίδια η συμπεριφορά. (*)


    Εχθές το βράδυ είχαμε reunion των συμμαθητών από το Λύκειο… 40+ χρόνια πίσω! Μην χάσουμε, να αντιγράψουμε και σε αυτό τα αμερικανικά ήθη και έθιμα… ας είναι! Τι να σου λέω… να ήσουν μόνο από μια μεριά να έβλεπες! Ο παλιμπαιδισμός σε όλο του το μεγαλείο. Τα ραμολιμέντα από την μια με τζιν παντελόνια και μπουφάν (που στο διάολο τα ξετρύπωσαν) και οι γριομπεμπέκες από την άλλη, να κάνουν σαν ξαναμμένες κότες σε κοτέτσι με καινούριο κόκκορα! Και ξέρεις, στα κρυφά τα χάπια του ζαχάρου και της πίεσης πήγαιναν σύννεφο. Μην πάθουμε και καμιά πλάκα τώρα στα γεράματα. Τραγελαφική η κατάσταση, για γερά στομάχια! Έφυγα στο πρώτο μισάωρο… δεν κόλλαγα κιόλας με το μάλλινο παντελόνι, το καρό πουκάμισο και την ζεστή μου ζακετούλα! Άντε να κανονίσουμε να ξαναμαζευτείτε παιδιά…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Οικουρώ

    Οικουρώ: παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας. (*)


    – Έλα Νίκη μου, εγώ είμαι, τι κάνεις;
    Οικουρώ, οικουρώ!
    – Τι κάνεις;
    – Κάθομαι στο σπίτι ρε φιλενάδα, νιώθω λίγο αρρωστούλα!
    – Κρύωσες; Έχεις πυρετό; Να έρθω;
    – Όχι μωρέ, θα μου περάσει. Εχθές είχαμε πάει με την ομάδα και φαίνεται ότι κάπου την άρπαξα την πούντα!
    – Πάλι φαγητό μοιράζατε; Να τι έπαθες τώρα!
    – Τι λες ρε Αθηνά! Και επειδή κρύωσα λίγο, τι έγινε; Ξέρεις πόσοι άστεγοι θα έμεναν νηστικοί, αν δεν βγαίναμε εχθές να κάνουμε το μοίρασμα; Μην με τρελαίνεις… αυτό μας έχει φάει, ο εαυτούλης μας και ο εαυτούλης μας. Ε, υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από την βολή μας!
    – Καλά παιδάκι μου, συγνώμη. Έχεις δίκιο… έρχομαι από εκεί να σου φτιάξω κοτοσουπίτσα για να εξιλεωθώ!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ξέπλεκος

    Ξέπλεκος -η -ο: κυρίως για τα μαλλιά του κεφαλιού που δεν είναι πλεγμένα ή δεμένα, που είναι λυτά. (*)


    Είχα πέντε μήνες να έρθω στο χωριό. Δεν την άντεχα άλλο την Αθήνα. Έπρεπε να πάρω τις ανάσες μου για να μπορέσω να αντέξω τον υπόλοιπο καιρό· μέχρι να τελειώσει το θερινό εξάμηνο και να επιστρέψω στη γενέτειρα για τις καλοκαιρινές διακοπές! Χωριό μου χωριουδάκι μου! Αγκάλιασα τους δικούς μου, είπαμε καναδυό κουβέντες, άφησα τα πράγματα και ξεκίνησα για ένα περίπατο στον κάμπο! Έκανε ψυχρούλα αλλά ο ήλιος, που έσκαγε μύτη μέσα από τα σύννεφα, γλύκαινε αρκετά την ατμόσφαιρα. Όταν έφτασα στο πηγάδι του μπάρμπα-Λιά κάθισα λίγο να ξαποστάσω και τότε την είδα… Πάνω σε ένα κατάμαυρο άτι, φορώντας ένα ολόλευκο φόρεμα, με τα κόκκινα μαλλιά της ξέπλεκα να ανεμίζουν και μια λάμψη να φωτίζει το σταρένιο πρόσωπο της! Θεέ μου, γυναίκα είναι αυτή ή αερικό; Έτρεχε με το άλογο στον καρόδρομο. Θαρρείς πως ήταν μόνο εκείνη και το ζωντανό πάνω στον κόσμο που είχαν χρώματα. Όλα γύρω της έπαιρναν τις αποχρώσεις του γκρι, θέλοντας να τονίσουν περισσότερο την αιθέρια ομορφιά της! Αυτό ήταν… ο φτερωτός θεός με έβαλε σημάδι σήμερα και με λάβωσε με την πρώτη ματιά… που να ήξερα τότε τι θα συνέβαινε λίγες μόλις ώρες αργότερα!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Νεροκουβαλητής

    Νεροκουβαλητής (ο): αυτός που προσφέρει τις υπηρεσίες του για να πετύχει κάποιος άλλος στην πολιτική ή άλλη σταδιοδρομία του χωρίς ο ίδιος, φαινομενικά τουλάχιστο, να αποκομίζει κάποιο κέρδος. (*)


    Θα ‘ταν περασμένες εννέα, χθες το βράδυ, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ποιος ήταν; Χα! Ο ξάδερφος ο Κωστάκης· δευτεροξάδερφος δηλαδή, οι συχωρεμένες οι μανάδες μας ήταν ξαδέρφες. Παραξενεύτηκα που τον είδα. Είχα να τον δω… δεν θα ‘ναι δύο χρόνια;… και τότε θυμήθηκα! Πλησιάζουν εκλογές και ο Κωστάκης βγήκε παγανιά προς άγραν ψήφων. Σκέφτηκα να του κλείσω την πόρτα στη ξινή μούρη του αλλά η γυναίκα μου, καταλαβαίνοντας για που το πάω, μου σβούριξε μια τσιμπιά στην πλάτη… αυτή η ευγένεια της ρε παιδί μου, να βάζουμε στο σπίτι ακόμα και τα καθίκια… έλεος!
    Για να μην πλατειάζω, ο Κωστάκης στρογγυλοκάθισε στον καναπέ και άρχισε το μπούρου μπούρου. Μη νομίζετε πως κοπτόταν για τον εαυτό του. Για άλλον έτρεχε το ζώον. Σε κάποια φάση τα είχα πάρει τόσο στο κρανίο που, αγνοώντας τα νοήματα της Μαρίνας, του λέω: «Ρε ξάδερφε, δεν βαρέθηκες να είσαι νεροκουβαλητής του Χατζηκούκουρα;» (άκου επώνυμο… Χατζηκούκουρας… και θέλει και ευρωβουλή… ήμαρτον). Και τι μου απάντησε λέτε ο σφουγγοκωλάριος. «Όχι ρε ξάδερφε, ποτέ δεν του κουβάλησα νερό. Νερό φέρνουν από το καφέ δίπλα στο γραφείο του. Σιγά μην πήγαινα για νερό… για χάπατο με έχεις;»
    Θεέ μου δώσε μου υπομονή… και συ κυρά Μαρίνα άσε τις ευγένειες… άσε τις ευγένειες!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Μαγέρικο

    Μαγέρικο (το): λαϊκό εστιατόριο· μαγειρείο. (*)


    Πέντε τραπέζια ξύλινα με καρό τραπεζομάντιλο, μερικές καρέκλες με ψάθα (από αυτές που κάθεσαι και σε μισή ώρα έχεις πιαστεί), τρία βαρέλια με κρασί στον αριστερό τοίχο, μπόλικες φωτογραφίες (παλιές και πιο παλιές) των άλλοτε θαμώνων του καταστήματος και στο βάθος ο πάγκος που κρύβει, εν μέρει, την κουζίνα. Λιτό, πεντακάθαρο και γεμάτο γαργαλιστικές μυρωδιές. Αυτό είναι το αγαπημένο μου στέκι, το μαγέρικο του Κωσταντή, που λες και έχει ξεπηδήσει από το σελιλόιντ ελληνικής ταινίας του ‘50!
    Είναι είπα; Ήταν… ήταν γαμώ το κέρατο μου! Η οικονομική κρίση το κατάπιε κι αυτό… και όχι μόνο αυτή… η κρίση και ο σύγχρονος τρόπος ζωής! Τώρα οι άνθρωποι τα θέλουν όλα, μα όλα, γρήγορα… γρήγορο φαγητό, γρήγορο αυτοκίνητο, γρήγορη επιτυχία, γρήγορα αισθήματα, γρήγορο έρωτα… γρήγορα και εύκολα. Στα γρήγορα όμως δεν γίνεται τίποτα που να αξίζει. Ακούτε; Τίποτα!!! Θέλετε λίγο νόημα και ουσία στην ζωή σας; Μάθετε να περιμένετε, να αγωνίζεστε και -για όνομα του Θεού- πατήστε λίγο φρένο… όλα έχουν την ώρα τους!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Λεβάντες

    Λεβάντες (ο): ανατολικός άνεμος· απηλιώτης. (*)


    Κάτι με έκανε να ξυπνήσω γύρω στις τέσσερις. Πίσσα σκοτάδι έξω. Αφουγκράστηκα. Ο μοναδικός ήχος που κατάφεραν να συλλάβουν τα αυτιά μου ήταν από το Κόλεϊ του γείτονα που έκοβε βόλτες, εκτελώντας πιστά τα καθήκοντα του φύλακα. Το λατρεύω αυτό το σκυλί· είναι πανέξυπνο και έχει τόσο όμορφα και καθάρια μάτια όσο και η ψυχούλα του. Αφού πάλεψα με τα σεντόνια καμιά ώρα, στριφογυρνώντας σαν το αρνί στη σούβλα, το πήρα απόφαση και σηκώθηκα. Έβαλα την καφετιέρα, επισκέφθηκα την αίθουσα του θρόνου-βαθιάς περισυλλογής και βγήκα στο μπαλκόνι με ένα φλυτζάνι μοσχομυριστό καφέ στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο. Τα πρωινά το τηλέφωνο μου εκτελεί πάντα χρέη ραδιοφώνου. Μουσικούλα, καφεδάκι και ένας Λεβάντες να φέρνει τις μυρωδιές της νύχτας, από την μεριά που σε λίγη ώρα θα εμφανιστεί ο ήλιος. Το βέλασμα ενός προβάτου διακόπτει τη μουσική και η οθόνη του κινητού ανάβει… πρέπει να αλλάξω ήχο κλήσης… ποιος να είναι; Το νούμερο άγνωστο…
    – Ναι;
    – Εγώ είμαι.

    – Μου λείπεις.

    – Να έρθω; Σ’ αγαπώ!

    – Αντρέα με ακούς; Να έρθω;
    – Έχω ζεστό καφέ. Με λένε Βασίλη!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Κάθιδρος

    Κάθιδρος -η -ο: καταϊδρωμένος. (*)


    Στο χωριό μας, για τρίτη συνεχή χρονιά, διοργανώνεται αγώνας ανωμάλου δρόμου. Τέτοιος ανώμαλος που είναι ο πρόεδρος, τέτοιο αγώνισμα διοργανώνει. Τέλος πάντων! Φέτος, λοιπόν, αποφάσισε να λάβει μέρος και ο φίλος μου ο Δημητράκης. Ο κατά κόσμον, Δημήτρης Κατρούμπας, με σαράντα χρόνια στην πλάτη και σαρανταπέντε πόντους προεξέχουσα από το σώμα μπιροκοιλιά!
    «Που θα πας ρε ζαγάρι; Θα σου έρθει ταμπλάς!», του λέω κάθε μέρα αλλά αυτός εκεί, στο πείσμα του…
    «Α, ρε! Είμι φιτ ρε ιγώ!», απαντάει κάνοντας “ποντίκι” με το πλαδαρό δεξί του μπράτσο!!!
    Μη σας τα πολυλογώ… έφτασε η μέρα του αγώνα. Μαζεύονται όλοι οι επίδοξοι Κεντέρηδες και ο πάρεδρος με ένα μισοσκουριασμένο περίστροφο -το είχε από τον πατέρα του που ήταν αντάρτης στην κατοχή- δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα του αγώνα! Αρχίζουν να πουλαλούν οι ερασιτέχνες αθλητές του χωριού, μαζί και ο Δημητράκης. Μετά από κάνα μισάωρο, φτάνει στο τερματισμό ο πρώτος (όχι βέβαια ο φίλος μου). Δεν περνούν ένα δύο λεπτά, να σου κι ο δεύτερος (μην αναρωτιέστε, φυσικά δεν είναι ο Δημητράκης)! Τριάντα δύο άτομα τερμάτισαν, τριάντα τρία είχαν ξεκινήσει. Ο φίλος μου ο φιτ άφαντος… τον βρήκαμε κάθιδρο, να ασθμαίνει, στα μισά της διαδρομής. Από την ανακούφιση, δε, που νοιώσαμε όταν βεβαιωθήκαμε ότι ζει, του δώσαμε όλοι οι χωριανοί ένα μεγάλο μετάλλιο… αυτό της ανοικτής παλάμης! Πάντως ο φιλαράκος μου στην ταβέρνα του Μήτσου, που μαζευτήκαμε όλοι μετά, βγήκε πρωταθλητής οινοποσίας και μπριζολοφαγίας μετά τζατζικίου! Εύγε λεβέντη μου, κοιλιοφίτ!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.