Ξεμανταλώνω

Ξεμανταλώνω -ομαι: για πόρτα ή για παράθυρο, βγάζω, σύρω το μάνταλο και με επέκταση ξεκλειδώνω. (*)


– Η γιαγιά τα έχει χάσει τελείως ε;
– Έχεις καιρό να την δεις… από το Πάσχα έχει σαλπάρει το πλοίο! Σε γνώρισε; Τι σου είπε;
– Να, μου είπε να ξεμανταλώσω το παράθυρο γιατί θα έρθουν επισκέψεις και πρέπει να αεριστεί το δωμάτιο.
– Ε, καλά, επισκέψεις δεν περιμένουμε αλλά δεν είναι και παλαβά αυτά που είπε. Να ‘ξερες τι έχω ακούσει όλο αυτό τον καιρό…
– Περίμενε… στο τέλος μου είπε «Άντε να σε χαρώ κορίτσι μου!»… ήθελα να ξερα τόσα στρέμματα μούσι δεν το είδε; Άκου κορίτσι μου!!! Χαχαχαχαχα
– Χαχαχαχα

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.