Αρνάκι άσπρο και παχύ,
της μάνας του καμάρι,
εβγήκε εις την εξοχή,
και στο χλωρό χορτάρι.
Αλί αλί και τρισαλί,
το πέτυχε ο Μήτσος,
του έριξε μια τουφεκιά,
και παειιιιιιι…
Μα δεν παει… παει δεν παει, ο Μήτσος θα το φάει!
Αρνάκι άσπρο και παχύ,
της μάνας του καμάρι,
εβγήκε εις την εξοχή,
και στο χλωρό χορτάρι.
Αλί αλί και τρισαλί,
το πέτυχε ο Μήτσος,
του έριξε μια τουφεκιά,
και παειιιιιιι…
Μα δεν παει… παει δεν παει, ο Μήτσος θα το φάει!
Ένα κατσίκι αχώνευτο,
πασχίζω να χωνέψω,
σε ένα ίσκιο οκλαδόν,
θα κάτσω αν μπορέσω…
Βάι Βάι μάνα μου,
ωσάν φιδούσα νιώθω,
Αχ μια σόδα φέρετε,
αυτήν έχω πια πόθο!
Άντε και του χρόνου σπίτια μας σύντροφοι!
Υ.Γ.
Το μηλαράκι στο επιδόρπιο με χάλασε… Ελπίζω να κάνει δουλειά το ρακόμελο…
Μορφέα εσύ χιλιόχρονε πολυτραγουδισμένε,
που παίρνεις στην αγκάλη σου ολάκερη τη γη,
έλα με ένα γερανό και μένα σήκωσε με
μα κάνετο αργότερα… τώρα θέλω πιπί!
Ανάβαση
Σκαρφαλώνοντας,
το βουνό της ζωής μου.
Ακολουθώ,
τα μονοπάτια της ανάγκης.
Ατενίζοντας,
φευ,
τις πλαγιές των επιθυμιών.
Δε μ’ άφησες
Είναι κι αυτά…
που δε μ’ άφησες ποτέ να πω,
γιατί φοβόσουν.
Γνώριζες,
μα έτρεμες στη σκέψη…
ήξερες αλλά φοβόσουν.
Κι έτσι έμειναν θαμμένα,
κλειδωμένα στα σκοτάδια,
καρτερώντας…