?>

Θ

Θαλερός

Θαλερός -ή -ό: [1] (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος. [2] (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός.

Θαρρώ

Θαρρώ: έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω.