Θαλερός
Θαλερός -ή -ό: [1] (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος. [2] (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός.
Θαλερός -ή -ό: [1] (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος. [2] (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός.