Γαλιφιά
Γαλιφιά (η): γλυκόλογα και καλοπιάσματα.
Γαλιφιά (η): γλυκόλογα και καλοπιάσματα.
Γαλιάντρα (η): [1] ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα [2] ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης.
Γαϊδουροκαλόκαιρο (το): 1. υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι 2. οι ζεστές μέρες στα τέλη του Οκτώβρη· το μικρό καλοκαιράκι.