Δενδρόφυτος
Δενδρόφυτος -η -ο: που είναι γεμάτος δέντρα.
Δενδρόφυτος -η -ο: που είναι γεμάτος δέντρα.
Δεμάτι (το): μεγάλη δέσμη από κλαδιά, άχυρα κτλ.
Δέλεαρ (το): απατηλό μέσο που διαθέτει ελκτική δύναμη, και με το οποίο γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης κάποιου.