?>

Α

Αγάντα

Αγάντα: Ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει διατηρώ μια κατάσταση με όλη τη δύναμη ή κρατώ κάτι. Η λέξη αγάντα είναι ισπανική μα είναι δάνειο από τα ιταλικά και σημαίνει επίσης: ο πάσσαλος που δένουν τα πλοία. Μεταφορικά η λέξη αγάντα δηλώνει την υπομονή και την αντοχή.

Αγύρτης

Αγύρτης -ισσα: υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· απατεώνας, τσαρλατάνος.

Άφατος

Άφατος -η -ο: που δεν μπορούν να τον περιγράψουν, να τον εκφράσουν· απερίγραπτος, ανείπωτος.

Αγιάζι

Αγιάζι (το): [1] υγρασία που συνοδεύεται από διαπεραστικό κρύο [2] πάχνη.