Ξεμανταλώνω Ξεμανταλώνω -ομαι: για πόρτα ή για παράθυρο, βγάζω, σύρω το μάνταλο και με επέκταση ξεκλειδώνω.
Ναύλα Ναύλα (τα): το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου.
Λάντζα Λάντζα (η): 1. το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών 2. κάθε βαριά, άχαρη δουλειά, χωρίς ενδιαφέρον…