Φαρφάρας (ο): άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια.
Υπέργειος
Υπέργειος -α -ο: που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια της γης.
Τάλε κουάλε
Τάλε κουάλε: ολόιδιος, φτυστός.
Σαλαγάω
Σαλαγάω: για το βοσκό που με κραυγές, σφυρίγματα κτλ. παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει.
Ρεγάλο
Ρεγάλο (το): χρηματικό ποσό που δίνει κάποιος σε άλλον από ευχαρίστηση για εξυπηρέτηση που του πρόσφερε· φιλοδώρημα.
Παλιμπαιδισμός
Παλιμπαιδισμός (ο): η τάση ενός ηλικιωμένου ατόμου να συμπεριφέρεται σαν παιδί, καθώς και η ίδια η συμπεριφορά.
Οικουρώ
Οικουρώ: παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας.