Ηλιοτροπισμός (ο): η ιδιότητα που έχουν τα φυτά να στρέφονται προς το ηλιακό φως.
Ζούζουλο
Ζούζουλο (το): [1] ζωύφιο, ζουζούνι [2] μικρό παιδί, ζωηρό και άτακτο.
Ειλητάριο
Ειλητάριο (το): χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο.
Δεμάτι
Δεμάτι (το): μεγάλη δέσμη από κλαδιά, άχυρα κτλ.
Γαλιάντρα
Γαλιάντρα (η): [1] ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα [2] ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης.
Βερβερίτσα
Βερβερίτσα (η): ο σκίουρος.
Αγιάζι
Αγιάζι (το): [1] υγρασία που συνοδεύεται από διαπεραστικό κρύο [2] πάχνη.