Τακτ (το): ο τρόπος συμπεριφοράς του ανθρώπου ο οποίος αποφεύγει να πει ή να κάνει κάτι που μπορεί να ενοχλήσει ή να θίξει τους άλλους· διακριτικότητα.
Σαγηνεύω
Σαγηνεύω -ομαι: ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου· γοητεύω.
Ραγάνι
Ραγάνι (το): καταιγίδα με ανεμοστρόβιλο.
Παιδολόι
Παιδολόι (το): πλήθος παιδιών· παιδομάνι.
Οιηματίας
Οιηματίας (ο): αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που νομίζει ότι είναι σπουδαίος· αλαζόνας.
Ξεμανταλώνω
Ξεμανταλώνω -ομαι: για πόρτα ή για παράθυρο, βγάζω, σύρω το μάνταλο και με επέκταση ξεκλειδώνω.
Ναύλα
Ναύλα (τα): το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου.