Παλιμπαιδισμός (ο): η τάση ενός ηλικιωμένου ατόμου να συμπεριφέρεται σαν παιδί, καθώς και η ίδια η συμπεριφορά.
Οικουρώ
Οικουρώ: παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας.
Ξέπλεκος
Ξέπλεκος -η -ο: κυρίως για τα μαλλιά του κεφαλιού που δεν είναι πλεγμένα ή δεμένα, που είναι λυτά.
Νεροκουβαλητής
Νεροκουβαλητής (ο): αυτός που προσφέρει τις υπηρεσίες του για να πετύχει κάποιος άλλος στην πολιτική ή άλλη σταδιοδρομία του χωρίς ο ίδιος, φαινομενικά τουλάχιστο, να αποκομίζει κάποιο κέρδος.
Μαγέρικο
Μαγέρικο (το): λαϊκό εστιατόριο· μαγειρείο.
Λεβάντες
Λεβάντες (ο): ανατολικός άνεμος· απηλιώτης.
Κάθιδρος
Κάθιδρος -η -ο: καταϊδρωμένος.