Ξέπλεκος -η -ο: κυρίως για τα μαλλιά του κεφαλιού που δεν είναι πλεγμένα ή δεμένα, που είναι λυτά. (*)
Είχα πέντε μήνες να έρθω στο χωριό. Δεν την άντεχα άλλο την Αθήνα. Έπρεπε να πάρω τις ανάσες μου για να μπορέσω να αντέξω τον υπόλοιπο καιρό· μέχρι να τελειώσει το θερινό εξάμηνο και να επιστρέψω στη γενέτειρα για τις καλοκαιρινές διακοπές! Χωριό μου χωριουδάκι μου! Αγκάλιασα τους δικούς μου, είπαμε καναδυό κουβέντες, άφησα τα πράγματα και ξεκίνησα για ένα περίπατο στον κάμπο! Έκανε ψυχρούλα αλλά ο ήλιος, που έσκαγε μύτη μέσα από τα σύννεφα, γλύκαινε αρκετά την ατμόσφαιρα. Όταν έφτασα στο πηγάδι του μπάρμπα-Λιά κάθισα λίγο να ξαποστάσω και τότε την είδα… Πάνω σε ένα κατάμαυρο άτι, φορώντας ένα ολόλευκο φόρεμα, με τα κόκκινα μαλλιά της ξέπλεκα να ανεμίζουν και μια λάμψη να φωτίζει το σταρένιο πρόσωπο της! Θεέ μου, γυναίκα είναι αυτή ή αερικό; Έτρεχε με το άλογο στον καρόδρομο. Θαρρείς πως ήταν μόνο εκείνη και το ζωντανό πάνω στον κόσμο που είχαν χρώματα. Όλα γύρω της έπαιρναν τις αποχρώσεις του γκρι, θέλοντας να τονίσουν περισσότερο την αιθέρια ομορφιά της! Αυτό ήταν… ο φτερωτός θεός με έβαλε σημάδι σήμερα και με λάβωσε με την πρώτη ματιά… που να ήξερα τότε τι θα συνέβαινε λίγες μόλις ώρες αργότερα!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.