Θαλερός -ή -ό: [1] (για φυτό) που βρίσκεται σε άνθηση· πράσινος, φρέσκος. [2] (μτφ. για άνθρ.) που διατηρεί την ακμαιότητά του, σφριγηλός, ζωηρός, νεανικός. (*)
Ο μπάρμπα-Αντρέας είναι η προσωποποίηση αυτού που λέμε θαλερός άνθρωπος. Με τα εβδομήντα πατημένα για τα καλά, τον κάνεις το πολύ πολύ εξηντάρη. Κάθε μέρα περπατά σχεδόν το μισό νησί· εντάξει δεν είναι μεγάλο, ένα μικρό νησάκι είναι, αλλά για δείξε μου κάποιον με τα μισά του χρόνια που να το κάνει αυτό καθημερινά; Σταυρώνει τις παλάμες στην πλάτη, φορά την αγαπημένη του τραγιάσκα και αρχίζει τον περίπατό του καμαρωτός καμαρωτός. Και από τα υπόλοιπα; Ζάχαρη το στόμα του και εγκυκλοπαίδεια το μυαλό του. Έξω καρδιά και λεβεντιά!
Άμα δε τον ρωτήσεις για το μυστικό που τον κρατά έτσι αειθαλή; Θα λάβεις την σταθερή απάντηση: Καθόλου τσιγάρο, λίγο κρέας, μπόλικα χόρτα και πολλές πολλές γυναίκες! Το τελευταίο μάλιστα το ξεστομίζει χαμογελώντας πονηρά, αφού όλο το νησί ξέρει ότι μια γυναίκα αγάπησε, παντρεύτηκε και της έμεινε πιστός μέχρι τα τώρα… την Ευθαλία του, τη ζαργάνα του όπως την φωνάζει!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.