Θαλασσόλυκος (ο): παλιός και έμπειρος ναυτικός. (*)
Το καφενεδάκι του κυρ Αντρέα είναι λες και έχει βγει από γκραβούρα του ’20. Μικρά σιδερένια τραπεζάκια, άβολες ψάθινες καρέκλες και η μοναδική επιλογή στον καφέ να είναι σχετικά με το πόσο γλυκό θέλεις τον ελληνικό στη χόβολη. Όμως σχεδόν κανείς από τους θαμώνες δεν περνά εκεί τις ώρες του για το γραφικό περιβάλλον· αλλού βρίσκεται η αιτία, στο γωνιακό τραπεζάκι δίπλα στον πάγκο του καφετζή. Εκείνο το μέρος είναι καθημερινά κατειλημμένο από τον καπετάν Μιχάλη… όχι του Καζαντζάκη φυσικά!
Ο δικός μας καπετάν Μιχάλης είναι ένας θαλασσόλυκος με στόφα μεγάλου παραμυθά. Στο δείλι της ζωής του, έχοντας αφήσει πλέον την μεγάλη του αγαπημένη την θάλασσα, μας ταξιδεύει σε εποχές και τόπους μακρινούς. Και τι δεν έχει ζήσει αυτό το γέρικο σκαρί… έχει πλεύσει μέχρι τα πέρατα του κόσμου, έχει αγαπήσει, έχει αγαπηθεί, έχει ναυαγήσει (τρεις φορές παρακαλώ)… μέχρι γοργόνες και δράκοντες έχει δει!
Τι κι αν τα περισσότερα είναι γεννήματα της φαντασίας του; Τι κι αν με το πλοίο, που ήταν μάγειρας, δεν πέρασε ποτέ τις Ηράκλειες Στήλες για να ξανοιχτεί στον Ατλαντικό Ωκεανό; Οι περιγραφές του είναι τόσο ζωντανές και τόσο εθιστικές όσο και η ματιά του… ιδίως όταν λέει εκείνη την ιστορία με το τεράστιο χταπόδι, που είχε τυλίξει το καράβι με τα πλοκάμια του και που αν δεν ήταν εκείνος με τον μπαλντά του, θα τους τραβούσε στα βάθη της αβύσσου! Τι να σας λέω… πρέπει να τα ακούσετε από το στόμα του! 🙂
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.