Φαρφάρας (ο): άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια. (*)
Δόξα τω Θεώ, ξεκουμπίστηκε. Αρμένικη την έκανε την επίσκεψη ο Παντελής! Μεσημεράκι ήρθε, μαύρα μεσάνυχτα έφυγε (πάλι καλά που έφυγε να λέω). Κάποια στιγμή νόμισα ότι θα μετακομίσει εδώ… απελπίστηκα! Φάγαμε, ήπιαμε καφέ, ήπιαμε ποτό, είδαμε ταινία, ακούσαμε ειδήσεις, ακούσαμε μουσική, παίξαμε τάβλι… ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε το κάναμε! Και το χειρότερο; Όλες αυτές τις ατελείωτες ώρες να μιλάει ασταμάτητα! Να περνούν τα θέματα, σαν παρέλαση αρμάτων τις απόκριες και ο φαρφάρας, ο γείτονας μου, να μην τραβά χειρόφρενο πουθενά! Αυτός να πελαγοδρομεί σε ανούσιες κουβέντες και εγώ να πετώ σπόντες για το ότι εργάζομαι και θέλω να ξεκουραστώ· σαν φοβισμένο παιδάκι πίσω από κάγκελα που πετά πετραδάκια σε αγριεμένο σκύλο που γαβγίζει. Α, πρέπει να το πάρω απόφαση και να του τα ψάλλω μια μέρα… έλεος ρε πούστη μου! Πούστη μου είπα; Έχει γούστο να είναι και… βρε… πολύ κοντά μου καθόταν… ασταδιάλα Παντελάκη… άσταδιαλα!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.