Αγαλήνευτος
Αγαλήνευτος -η -ο: που δεν έχει γαληνέψει, ηρεμήσει. (*)
Από μικρός, θυμάμαι, είχα μια σχέση λατρείας και φόβου με την καλή μου. Ειδικά όταν εκείνη είχε τα μπουρίνια της, κρατούσα αποστάσεις ασφαλείας και την θαύμαζα από μακριά με το βλέμμα μου μαγνητισμένο στο υγρό κορμί της. Αυτός είναι και ο λόγος που, το σπίτι των ονείρων μου είναι χτισμένο πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο, που ορθώνει το ανάστημα του πάνω από το αλμυρό νερό της.
Τα καλοκαίρια με τα ηλιοβασιλέματα η θέα σε μαγεύει, αλλά τους χειμώνες είναι που σου κόβει την ανάσα· όταν η αγαπημένη μου θάλασσα, αγαλήνευτη, καθρεφτίζει στο σώμα της τον μουντό ουρανό και οδηγεί το νου στα περασμένα. Στις στιγμές που αναπαύονται υπομονετικά στο συρτάρι των αναμνήσεων, περιμένοντας την κατάλληλη ώρα να ζωντανέψουν έστω και για λίγα λεπτά… γαληνεύοντας την ψυχή ή ταράσσοντας την, έτσι για να μοιάζει με εκείνη.
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.