Ζοφερός -ή -ό: [1] υπερβολικά σκοτεινός· κατασκότεινος [2] που εμπνέει φόβο, ανησυχία, βαθιά μελαγχολία, θλίψη ή απαισιοδοξία. (*)
Η Ελπινίκη παντρεύτηκε τον μεγάλο της έρωτα, ένα κυριακάτικο απόγευμα του Αυγούστου. Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν, είπε ο παπά Μανώλης, το άκουσε καθαρά! Αλλά τελικά, ους ο Θεός συνέζευξεν φτώχεια χωριζέτω! Δεν πρόλαβε να μπει ο Οκτώβρης και ο Νικόλας της, μπάρκαρε… τα μεροκάματα στο νησί λιγοστά, οι ανάγκες περίσσιες και η δουλειά στα καράβια μονόδρομος. Δόξα τω Θεώ να λένε, που βρέθηκε ο καπετάν Αντρέας και τον πήρε στο δικό του καράβι. Η δουλειά σκληρή όπως σε όλα τα βαπόρια, αλλά ο καπετάνιος την γλώσσα του την βούταγε στο μυαλό και στην καρδιά πριν μιλήσει. Θα πέρναγε καλά ο Νικολός κοντά του. Όσο για την Ελπινίκη; Άρχισαν οι ζοφερές ημέρες της αναμονής… αναμονή για ένα νέο, αναμονή για ένα γράμμα, αναμονή για τον άνθρωπό της. Κοινή η μοίρα των ναυτικών, κοινή και των ανθρώπων τους που μένουν πίσω… στην στεριά· που έχει ποτιστεί με πιότερα δάκρυα από ολάκερη την θάλασσα.
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.