Βερβερίτσα (η): ο σκίουρος. (*)
Όταν πηγαίναμε στο σπίτι στο χωριό (όσο πιο συχνά μπορούσαμε) ήταν σαν γιορτή για όλους! Με το που φτάναμε, οι μεγάλοι άνοιγαν τα παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι και έβγαζαν καρέκλες και τραπέζι στην βεράντα. Τα παιδιά κουβαλούσαν από το αυτοκίνητο τρόφιμα και sac voyage, ενώ η γιαγιά γυρνούσε γύρω γύρω από το σπίτι φωνάζοντας τη βερβερίτσα της! Ένα πανέμορφο σκιουράκι που μας είχε υιοθετήσει, και θρονιαζόταν στα ξύλα της σκεπαστής βεράντας για όσο διάστημα μέναμε εκεί. Για την παρέα που μας έκανε βέβαια, το φιλεύαμε κάθε λίγο και λιγάκι με τα αγαπημένα του καρύδια! Όλη μέρα δεν άκουγες τίποτα άλλο από τους ήχους του σκίουρου και τα κανακέματα που του έκανε η γιαγιά! Επίγειος παράδεισος!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.