Βεργολυγερή (η): χαρακτηρισμός ψηλής, λεπτής και λυγερής γυναίκας. (*)
Βρέθηκα στην πόλη της μαζί με το συνεργείο. Θα ετοιμάζαμε ένα ντοκιμαντέρ που αφορούσε την παρακείμενη λίμνη. Δούλευε στο καφέ που καθίσαμε για να συζητήσουμε το πρόγραμμα της ημέρας. Μας πλησίασε να πάρει παραγγελία και ο χρόνος σταμάτησε. Τελειώσαμε τα γυρίσματα σε δύο μέρες. Πήρα άδεια χωρίς να το ξέρει. Πήρε άδεια χωρίς να το ξέρω. Μία βδομάδα με την βεργολυγερή μου, σε ένα κοντινό στην πόλη της χωριό. Στο πατρικό της σπίτι, μόνοι μας. Ο κόσμος γύρω να γυρίζει και εμείς εκεί… να στέκουμε ακίνητοι, με τις ματιές να διασταυρώνονται σε ένα αρχέγονο χορό, σφραγίζοντας το σμίξιμο των σωμάτων και των ψυχών. Μια βδομάδα… μια βδομάδα μόνο… και μετά; Μετά η προσμονή, η ελπίδα για αρχή και το ξόρκισμα ενός πιθανού τέλους.
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.