Βελέντζα
Βελέντζα (η): χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα. (*)
Χειμώνας 2012-13, εν Αθήναις. Χάρη στους πολιτικούς, που επί δεκαετίες ξεζουμίζουν την χώρα, και την παγκόσμια Νέα Τάξη Πραγμάτων, που θέλει να βάλει καπίστρι σε όλους τους λαούς του πλανήτη, δεν υπάρχει στη δεξαμενή της πολυκατοικίας ούτε σταγόνα πετρέλαιο. Κρύο – καιρός για δύο, αλλά δεν γίνονται αγκαλίτσες και φιλάκια σε θερμοκρασίες πλησίον του μηδενός· Έλληνες είμαστε δεν είμαστε Εσκιμώοι! Το βαρύ έργο αναλαμβάνει μια ηλεκτρική θερμάστρα και το χειμερινό πάπλωμα, αλλά δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά.
Και τότε, σε μια έκλαμψη του νου, θυμάμαι την βελέντζα της γιαγιάς! Με βήμα ταχύ, κατεβαίνω στην αποθηκούλα του υπογείου και την ανασύρω μέσα από ένα μεγάλο χαρτόκουτο. Αερισμός για να φύγει η μυρωδιά της ναφθαλίνης και ρίξε χιονάκι Θεέ μου να δούμε μια άσπρη μέρα. Η βελέντζα έκανε το θαύμα της. Μας ζέστανε και μας έφτιαξε την διάθεση με τα υπέροχα έντονα χρώματα και τα γεωμετρικά σχέδια της. Η γιαγιά πρέπει σε κάποια προηγούμενη ζωή της να ήταν Ίνκας, δεν εξηγείται αλλιώς. Να ‘σαι καλά γιαγιούλα μου εκεί που είσαι!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.