Τάλε κουάλε: ολόιδιος, φτυστός. (*)
Άσε, που να σου λέω τι πάθαμε εχθές το βράδυ. Ήταν να βγω ραντεβού με τον Διονύση και είπαμε να φέρει μαζί ένα ξάδερφο του, που τον φιλοξενούν για λίγες μέρες στο σπίτι τους. Για να μην νιώθει μπακούρι ο Σταμάτης, ο ξάδερφος, σκέφτηκα να πω της Ελπίδας να έρθει κι εκείνη -χωρισμένη πρόσφατα γαρ- για να βγούμε ζευγάρια. Ο δικός μου, μου είχε πει ότι μοιάζουν με το ξάδερφο σαν δύο σταγόνες νερό και στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα. Τάλε κουάλε είμαστε, μου είπε ο καλός μου! Αυτό ήταν και το επιχείρημα που έπεισε τελικά την κολλητή μου να μας ακολουθήσει.
Τι λες έμοιαζαν; Αμ, δε! Στην φάτσα κάπως του έφερνε του Διονύση μου, αλλά στα υπόλοιπα… πέρασε και δεν ακούμπησε! Φοράει ο Διονύσης καλογυαλισμένα σκαρπίνια με άσπρη κάλτσα; Μαζί με τζιν παντελόνι σκισμένο και μάλλινο γκρι σακάκι; Με καρό πουκάμισο και καουμπόικη γραβάτα (αυτό το μεταλλικό αστεράκι με το κορδόνι); Καθαρίζει το καμάρι μου τα αυτιά του με τα κλειδιά του αυτοκινήτου; Κάνει συχνά πυκνά εκσκαφές στα ρουθούνια του λες και θα βρει εκεί καμιά φλέβα χρυσού; Παραγγέλνει ποτό λέγοντας «ρε μάστορα πιάσε μου ένα Γιάννη που περπατάει με ροκς»; Ή μήπως τρώει τα φιστίκια που συνοδεύουν τα ποτά, σαν να έχει να φάει δέκα μέρες;
Εφιάλτης, σκέτος εφιάλτης! Όσο για την Ελπίδα; δεν νομίζω να ξαναβγεί μαζί μου ακόμα και αν της πω ότι θα είναι και ο Brad Pitt στη συντροφιά μας!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.