Έτσι και έγινε, τουλάχιστον όσον αφορά το πρωινό, γιατί μόλις έβαλαν την τελευταία μπουκιά στο στόμα τους, είπε ο Λευτέρης.
– Ελένη ρίξε κάτι πάνω σου να μην κρυώσεις και πάμε να πάρουμε τα κορίτσια.
– Μα…, πήγε να πει η Ελένη.
– Να με συγχωρεί η μεγαλειότητα σου, αλλά σου αφαιρώ το σκήπτρο για λίγες ώρες. Μανώλη απαγάγω την γυναίκα και τις κόρες σου. Θα στις επιστρέψω το μεσημέρι, είπε ο Λευτέρης και του έκλεισε το μάτι.
– Να πάτε στο καλό, απάντησε χαμογελαστός ο Μανώλης καταλαβαίνοντας τι είχε στο μυαλό του ο φίλος του. Εκείνος θα έπαιρνε το Κορίτσι και θα ανέβαινε στο βουνό να μαζέψει ξύλα. Έπρεπε να βρει και το Χριστόξυλο για την παραμονή. Όλες οι εργασίες που μπορούσαν να αναβληθούν, έμειναν για μετά τα Χριστούγεννα. Ήθελε να τον χορτάσει τον Λευτέρη, τόσα χρόνια ήταν μακριά και απ’ την άλλη ήταν και τα Χριστούγεννα που μάλλον θα ήταν πολύ διαφορετικά απ’ όσο φαντάζονταν εχθές το βράδυ.
Έτσι έφυγε με το Κορίτσι προς το βουνό ο Μανώλης και προς το σπίτι της Καλλιόπης ο Λευτέρης με την Ελένη. Η Ελένη δεν μπορούσε να εξηγήσει το χαμόγελο που είχε κολλήσει στο πρόσωπο του νονού της πρωτότοκης της, αλλά ούτε και τη λάμψη στα μάτια του άντρα της. Θα έπαιρνε όρκο ότι η θλίψη που είχε φωλιάσει σε αυτά τον τελευταίο καιρό, είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Έκανε τον σταυρό της και ακολούθησε τον Λευτέρη που είχαν πάρει τα πόδια του φωτιά.
Τα κορίτσια, εκτός από την μεγάλη που είχε γαντζωθεί στο μπράτσο του νονού της, άφησαν με μισή καρδιά τις ξαδέρφες τους, γρήγορα όμως άλλαξαν γνώμη. Όποιο μαγαζί υπήρχε στην πλατεία του χωριού, το επισκέφθηκαν και το σήκωσαν κυριολεκτικά. Ρούχα και παπούτσια, κούκλες για παιχνίδι και κούκλες με νήμα, βιβλία και τετράδια, τρόφιμα και υλικά για λαχταριστά γλυκά, όλου του κόσμου τα καλά… ο Λευτέρης έγινε ο Άγιος Βασίλειος της οικογένειας! Έτσι άρχισαν να τον φωνάζουν και τα κορίτσια κάνοντας τα μάγουλα του να κοκκινίζουν σε ανησυχητικό βαθμό!
Αργά το μεσημέρι κατάφεραν να μαζευτούν στο σπίτι κουβαλώντας όλα εκείνα τα πράγματα που είχαν αγοράσει. Λίγο αργότερα έφτασε και ο Μανώλης με το Κορίτσι. Η στενοχώρια είχε εξοστρακιστεί και την θέση της είχαν καταλάβει τα γέλια, τα τραγούδια και η χριστουγεννιάτικη διάθεση. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες άρχισαν να ετοιμάζονται από την Ελένη και τα κορίτσια. Οι δε άντρες ανέλαβαν να ανάψουν τον ξυλόφουρνο στην αυλή, όπου θα ψήνονταν όλες αυτές οι λιχουδιές, ενώ στο τσουκάλι του τζακιού έβραζε μια περιποιημένη φασολάδα με καυτερές πιπερίτσες, κρύο και νηστεία γαρ!
Ο Λευτέρης χάρη στην εργατικότητα, την εξυπνάδα του αλλά και την τύχη, είχε κάνει στην Αμερική μεγάλη προκοπή. Ποτέ δεν ξέχασε τον Μανώλη και την οικογένεια του αλλά ο πόλεμος είχε κάνει τις μετακινήσεις και την επικοινωνία αδύνατες. Τώρα όμως, όλα θα άλλαζαν… είχε πολλά στο μυαλό του και την ώρα που ο φούρνος ετοιμαζόταν για να δεχτεί στην ζεστή του αγκαλιά τα ταψιά, τα συζήτησε με τον φίλο του και την Ελένη. Ότι ειπώθηκε εκείνες τις ώρες έγινε πράξη το αμέσως επόμενο διάστημα, αλλάζοντας ριζικά την ζωή της οικογένειας. Από τότε πέρασαν μαζί με τον Λευτέρη και την οικογένεια που δημιούργησε στο μέλλον, πολλές πολλές ευτυχισμένες γιορτές. Εκείνα όμως τα Χριστούγεννα είχαν χαραχτεί στην καρδιά τους με μεγάλα κεφαλαία γράμματα ως Τα Πιο Ευτυχισμένα Χριστούγεννα!
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! Χρόνια πολλά!