Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει αρκετά στον ουρανό και έλουζε τα σπίτια του χωριού που θύμιζε μελίσσι, μιας και τα Χριστούγεννα ήταν μόλις δύο μέρες μακριά και όλοι έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες για τις γιορτές. Όλοι εκτός από τον Μανώλη και την Ελένη που ακόμα κοιμόντουσαν, αφού τα κοκόρια της γειτονιάς δεν κατάφεραν σήμερα να τους ξυπνήσουν.
Αυτό που δεν κατάφεραν όμως τα κοκόρια, το κατάφεραν οι φωνές και τα χτυπήματα στην αυλόπορτα ενός άντρα που φορούσε ένα μάλλινο μαύρο παλτό και μια όμορφη γκρι τραγιάσκα, λοξά φορεμένη στο κεφάλι του.
– Ε, νοικοκυραίοι. Κυρ Αντώνη, κυρά Δέσποινα, Μανώλη, Ελένη, είναι κανείς εδώ;
– Μανώλη ξύπνα, είπε νυσταγμένα η Ελένη σκουντώντας τον άντρα της. Κάποιος είναι στην πόρτα, πρόσθεσε τραβώντας από πάνω του το χράμι.
– Ωχ, ξημέρωσε, διαπίστωσε μετά λύπης του εκείνος. Μας πλάκωσε το στρώμα. Μα ποιος φωνάζει;
– Ε, νοικοκυραίοι, συνέχιζε απ’ έξω ο άντρας…
Ο Μανώλης φόρεσε τα ρούχα του βιαστικά και έτρεξε να δει ποιος φώναζε, πριν του σπάσει την αυλόπορτα με τα χτυπήματα του. Έβγαλε το κοντεμίρι, από την πόρτα και πάγωσε…
Ο Λευτέρης. Ο Λευτέρης ήταν μπροστά του και τον κοίταζε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Μετά από λίγες στιγμές σιωπής έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και άρχισαν να κλαίνε σαν μικρά παιδιά. Εν τω μεταξύ βγήκε και η Ελένη από το σπίτι, είδε τον Λευτέρη, έτρεξε κοντά του και μαζί και οι τρεις άρχισαν να χοροπηδάνε στην αυλή λες και ήταν του Αη Γιαννιού και θα πήδαγαν τις φωτιές.
Αφού ευχαριστήθηκαν χορό και γέλιο μπήκαν στο σπίτι για να τα πουν με την ησυχία τους στην ζεστασιά και την θαλπωρή του. Και είχαν τόσα να πουν. Τα νέα δέκα χρόνων, και τι χρόνων!
– Χθες λέγαμε για ‘σένα, ξεκίνησε ο Μανώλης.
– Και σήμερα να ‘σαι εδώ, συνέχισε η Ελένη.
– Άκουσα που με βρίζατε και ήρθα να ζητήσω τον λόγο, απάντησε ο Λευτέρης γελώντας.
– Πάω να ταΐσω τα ζώα, να αρμέξω τις κατσίκες και έρχομαι, είπε η Ελένη. Εσείς πείτε τα αλλά να ξέρεις Λευτέρη. Όταν γυρίσω θα τα ξαναπείς να τα ακούσω κι εγώ.
– Για να μην τα ξαναλέω, πες μου πρώτα τα δικά σας είπε ο Λευτέρης στον Μανώλη και του έριξε μια μπουνιά στον ώμο, έτσι όπως έκαναν παλιά. Και πρώτα απ’ όλα που είναι ο κυρ Αντώνης, η κυρά Δέσποινα, το παιδί;
Άρχισε τότε να μιλάει ο Μανώλης και όσο μίλαγε τόσο σκοτείνιαζε το πρόσωπο του Λευτέρη. Ο κυρ Αντώνης και η κυρά Δέσποινα, οι άνθρωποι που τον μεγάλωσαν, οι γονείς του Μανώλη, είχαν πεθάνει στην κατοχή. Δύσκολα χρόνια τότε, πόλεμος, πείνα και φόβος. Και να πεις ότι σταμάτησαν. Μετά την κατοχή ήρθε ο εμφύλιος, που είχε χωρίσει τους Έλληνες στα δύο.
– Το παιδί; Ρώτησε ο Λευτέρης.
– Το παιδί είναι έντεκα χρονών δεσποινίδα και έχει δύο αδερφές την Μαρία στα εννέα και την Νίκη στα επτά. Θα τις δεις το απόγευμα, έχουν πάει από εχθές στο σπίτι της αδερφής μου.
– Αλήθεια η Καλλιόπη καλά είναι;
– Η αδερφούλα μου καλά είναι, έχει και δύο παιδιά, δύο κορίτσια. Αυτή είναι καλύτερα από εμάς, ο Σταμάτης ο άντρας της έχει καρβουνιάρικο στην Αθήνα.
Και η κουβέντα συνεχίστηκε με όλα όσα έβγαιναν από την ψυχή του Μανώλη. Όλα όσα είχαν γίνει τα είπε του αδερφού του, του Λευτέρη. Και όσα δεν του είπε ο Λευτέρης τα κατάλαβε μόνος του. Ήξερε τι πάει να πει αγροτιά και φτώχεια, αν και δεν περίμενε να είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Ο πόλεμος βλέπεις πρώτα χτυπάει την φτωχολογιά. Μόλις τελείωσε ο Μανώλης, άναψαν τσιγάρο -αμερικάνικο με φίλτρο, που πρώτη φορά κάπνιζε τέτοιο ο Μανώλης- και περίμεναν να έρθει η Ελένη, χαμογελώντας ο ένας στον άλλο.
Ο Λευτέρης είχε βυθιστεί στις σκέψεις του. Που να ήξερε τόσο καιρό πόσο δύσκολα περνούσε ο Μανώλης και η οικογένεια του; Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Τουλάχιστον τα παιδιά είναι γερά. Όλα τα άλλα θα φτιάξουν. Αυτός θα τους βοηθήσει να τα φτιάξουν. Έτσι θα ανταπέδιδε ένα μικρό κομμάτι της καλοσύνης και της αγάπης που είχε βρει πριν από χρόνια σε αυτό το σπιτικό. Αν ζούσαν και οι γονείς του Μανώλη, όλα θα ήταν τέλεια…
– Τι πάθατε και μουγγαθήκατε; Είπε η Ελένη μπαίνοντας στο σπίτι και βλέποντας τους δύο άντρες να καπνίζουν σκεφτικοί χωρίς να μιλάνε.
– Να, τον έπιασα απ’ τα μούτρα, είπε ο Μανώλης, και προσπαθεί τώρα να τα χωνέψει. Δέκα χρόνια είναι αυτά.
– Κάτσε να βράσω το τσάι, να τηγανίσω και μερικές ψευτοτηγανίτες να φάμε και θα δείτε πως θα κελαηδήσετε πάλι.
– Ελένη, μην κάνεις κόπο για μένα…
– Α! Εδώ μέσα κυρ Λευτέρη κουμάντο κάνω εγώ, είπε χαμογελαστά εκείνη, και αντιρρήσεις δεν σηκώνω. Πρώτα θα φάμε ένα καλό πρωινό και μετά θα κάτσουμε να μας πεις τα νέα από την Αμέρικα.
Συνέχεια στην σελίδα 5…