Στην αρχή πήρε τον λόγο η Ελένη και ενημέρωσε αναλυτικά τον Μανώλη πως είχε η κατάσταση στο σπίτι. Τι τρόφιμα είχαν, για πόσο έφταναν και κυρίως τι απαραίτητο τους έλειπε.
– Το ρύζι είναι από τα πλέον απαραίτητα, όπως και η ζάχαρη. Ελπίζω να μην χρειαστεί να βάζω στο γάλα των κοριτσιών αλάτι, όπως έκανα στην κατοχή. Πέντε χρόνια έχουν που ξεκουμπίστηκαν από την Ελλάδα οι σιχαμένοι, κακό χρόνο να έχουνε, και ακόμα τους βλέπω στον ύπνο μου, είπε και κούρνιασε στην αγκαλιά του άντρα της.
Μετά του είπε για τα ρούχα, των παιδιών κυρίως, και ότι αν μπορούσαν να αγοράσουν νήμα από τον κυρ Δημήτρη που έχει το εμπορικό στην πλατεία, θα ύφαινε στον αργαλειό ύφασμα ώστε να τους φτιάξει από ένα φουστάνι. Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήταν τα παπούτσια.
– Της μικρής έχουν τρυπήσει τελείως και βρέχονται τα πόδια της. Συνέχεια περπατάει βλέπεις, ησυχία δεν έχει ο απαυτός της, ζωή να έχει το μανάρι μου. Χρειάζεται και τετράδιο καινούριο. Οι άλλες δυο έχουν ένα και θα τους φτάσει και για του χρόνου έτσι τεμπέλες που είναι. Η Δέσποινα όλο κοιτάει το βουνό και η Μαρία την κατσαρόλα. Η μικρή όμως τα αγαπάει τα γράμματα και πιο πολύ τους αριθμούς. Πρέπει να της πάρουμε ένα τετράδιο…
Την σκυτάλη της συζήτησης πήρε κατόπιν ο Μανώλης. Άρχισε από τα ευχάριστα. Τα ζώα έχουν τροφή για να βγάλουν τον χειμώνα. Το Κορίτσι δεν ήταν το μοναδικό ζώο της οικογένειας. Είχαν δύο κατσίκες, δέκα κότες και τέσσερις γαλοπούλες. Ο Μανώλης τα περισσότερα χωράφια τους τα έσπερνε με βρώμη, κριθάρι και καλαμπόκι ώστε να εξασφαλίζει έτσι τις τροφές των ζώων που τους έδιναν γάλα, αυγά και κρέας, ενώ το Κορίτσι ήταν το δεξί του χέρι στις γεωργικές εργασίες και στο κουβάλημα.
Συνέχισε με τα προβλήματα που βολεύονταν εύκολα, όπως τα ξύλα για το τζάκι που αν και κόντευαν να σωθούν κάθε απόγευμα κατάφερνε να μαζέψει ξύλα για δύο μέρες. Έτσι αυτό το απογευματινό δρομολόγιο θα διαρκούσε για κάνα μήνα ακόμα, μιας και θα πήγαινε και ορισμένα πρωινά αφού στο σιδηρουργείο δεν τον χρειάζονταν κάθε μέρα.
Και έφτασε στα δύσκολα προβλήματα που ήταν τα έσοδα τους. Δύο πηγές εσόδων είχαν. Το λάδι και τον μούστο. Το λάδι που έβγαλαν στο λιοτρίβι φέτος έφτανε ίσα ίσα για να περάσουν την χρονιά, με οικονομία. Ο δε μούστος που πουλήθηκε τον Σεπτέμβριο, ακόμα δεν είχε πληρωθεί μια και ο Λάμπρος, ο ταβερνιάρης που τον αγόρασε, όλο τρέναρε να πληρώσει τον Μανώλη.
– Καλός ο Λάμπρος, είπε ειρωνικά η Ελένη. Μας έχει βαπτίσει και την Μαρία. Αν δεν ήταν κουμπάρος, θα μας ζήταγε και λεφτά να πάρει τον μούστο μας. Και να έπαιρνε κανά ρούχο ή παπούτσι του κοριτσιού. Ακόμα και το λάδι που έβαλε στο παιδί, δικό μας ήταν, ο παλιοτσιγκούνης, Θεέ μου συχώρα με!
– Αύριο το μεσημέρι θα πάω να τον ξαναβρώ, να μου δώσει έστω και λίγα για τις γιορτές και μετά έχει ο Θεός.
– Μωρέ και ο Λάμπρος έχει, αλλά μαζί με τα λεφτά έχει και κάτι καβουρομάνες στις τσέπες, να με το συμπάθιο.
– Αχ, βρε Λενάκι, πάντα με το καλαμπούρι σου.
– Εμ, η φτώχια θέλει καλοπέραση δεν λένε; Απάντησε η Ελένη και του έσκασε ένα ζεστό ζουμερό φιλί.
– Από νονούς πάντως για τα παιδιά ψωνίσαμε από σβέρκο, εκτός απ’ τον Λευτέρη. Ο μεν Λάμπρος τσιγκούνης ο δε Γιάννης πιο φτωχός και από εμάς.
– Σάμπως κι ο Λευτέρης…
– Ο Λευτέρης βρε Λενάκι, μόλις βάπτισε την Δέσποινα έφυγε για την Αμερική, και για να μην έχουμε μάθει τίποτα ίσως και να μην ζει, είπε αναστενάζοντας ο Μανώλης, μιας και ο Λευτέρης ήταν ο καλύτερος φίλος του. Τι φίλος, Αδερφός πες καλύτερα. Δέκα χρόνια πάνε από τότε που έφυγε ο Λευτέρης, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Δέκα χρόνια σιωπής. Ορφανός από μικρός μεγάλωσε πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο, αλλά κυρίως στο πατρικό του Μανώλη όπου οι γονείς του είχαν το ορφανό σαν παιδί τους. Μαζί μεγάλωσαν με τον Μανώλη μέχρι που αποφάσισε να φύγει για την Αμερική και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του ή… Αυτό το «ή» ούτε να το σκεφτεί δεν άντεχε ο Μανώλης και όταν καμιά φορά ξεπηδούσε από το πίσω μέρος του μυαλού του αμέσως τα μάτια του έτρεχαν σαν κάνουλες.
– Μην κακομελετάς Χριστιανέ μου. Μια χαρά είναι ο Λευτέρης και τώρα που μιλάμε πίνει το καφέ του μαζί με μια Αμερικάνα και της λέει ιστορίες από την Ελλάδα.
– Μακάρι να ‘ναι έτσι.
– Έτσι είναι!
Αυτά και άλλα πολλά είπαν εκείνο το βράδυ και όταν τα μάτια τους άρχισαν να κλείνουν, άφησαν την φωτιά να σιγοκαίει και ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν όσο προλάβαιναν μέχρι να ανατείλει ο ήλιος και να σημάνει την έναρξη της ημέρας και των δουλειών. Δεν πρόλαβαν να ακουμπήσουν τα κεφάλια τους στα μαξιλάρια και τους πήρε αμέσως ο ύπνος. Ένας ύπνος ανήσυχος, γεμάτος αγωνιώδη όνειρα.
Συνέχεια στην σελίδα 4…