Όταν τέλειωσε ο Μανώλης το βραδινό του, έκανε το σταυρό του και πήγε να φέρει από την στοίβα στην αυλή ξύλα για το βράδυ. Τα έβαλε δίπλα στο τζάκι και έριξε μερικά μέσα φουντώνοντας την φωτιά για να ζεσταθούν με την Ελένη τώρα που θα κάθονταν μπροστά του να κουβεντιάσουν.
Η γυναίκα του έβαλε το τσαγιερό γεμάτο νερό στην άκρη της φωτιάς για να κάψει και άρχισε την συζήτηση.
– Και για να έχουμε καλό ερώτημα, τι έφερες στις κόρες σου και φώναζες πριν σαν ντελάλης;
– Αμάν το ξέχασα, είπε ο Μανώλης και έτρεξε στην κάπα του που είχε κρεμάσει δίπλα στην εξώπορτα. Έβγαλε κάτι από την δεξιά μεγάλη τσέπη και με ένα τεράστιο χαμόγελο το έδειξε στην Ελένη.
– Παναγία μου, φώναξε εκείνη μόλις το είδε γουρλώνοντας τα μάτια. Χελώνα!
– Όχι χελώνα, χελωνίτσα, είναι μικρή ακόμα.
– Το ίδιο κάνει. Έξω!
– Τι έξω;
– Βγαλ’ την έξω, να χαρείς!
– Γιατί; Ρώτησε εκείνος αλλά η έκφραση της γυναίκας του δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Έτσι κι εκείνος, έβγαλε στην αυλή τον «θησαυρό» που βρήκε, τον άφησε σε ένα από τα παρτέρια με τα λουλούδια και μπήκε ξανά στο σπίτι.
– Γεννηθείτω το θέλημα σου, μα τι σε έπιασε;
– Δεν τις μπορώ τις χελώνες, με αηδιάζουν.
– Να και κάτι που δεν ήξερα για σένα μετά από έντεκα χρόνια που είμαστε μαζί.
– Δώδεκα!
– Τι δώδεκα;
– Δώδεκα χρόνια είμαστε μαζί. Έντεκα είναι η Δέσποινα.
– Και γιατί σε αηδιάζουν οι χελώνες; ρώτησε ο Μανώλης αποφεύγοντας έτσι το κατσάδιασμα για τις ελλιπείς γνώσεις του γύρω από τα χρόνια του έγγαμου βίου τους.
– Η μάνα μου έλεγε ότι αυτές γεννούν τα φίδια.
– Άλλο πάλι και τούτο…
– Μην κοροϊδεύεις. Αύριο πρωί πρωί θα την πάρεις και θα την πας εκεί που την βρήκες. Αρκετά φίδια έχουμε στο χωριό, δεν χρειάζεται να αποκτήσουμε κι άλλα.
– Μα βρε Λενάκι μου (έτσι την έλεγε όταν ήθελε να την καλοπιάσει ή να την κανακέψει) γίνεται οι χελώνες να γεννούν φίδια; Αν ήταν έτσι τις χελώνες ποιος θα τις γένναγε;
– Ε;
– Εμ! Για σκέψου το κι εσύ. Δεν γίνεται.
– Γίνεται δεν γίνεται, αύριο η χελώνα θα φύγει από εδώ. Και με αυτά τα λόγια έδωσε τέλος στην συζήτηση περί χελωνών και φιδιών, ενώ σηκώθηκε από την καρέκλα για να ετοιμάσει το φασκόμηλο. Υπήρχαν φλέγοντα θέματα που πρέπει να συζητήσουν απόψε που έλειπαν οι μικρές.
Ο Μανώλης λίγο μουτρωμένος, γιατί του χάλασε το δώρο, έβαλε λίγο καπνό στην πίπα του και την άναψε. Τράβηξε μια ρουφηξιά και αφού την κράτησε λίγο μέσα του, έβγαλε τον καπνό παρακολουθώντας την γυναίκα του.
Πόσο όμορφη ήταν και πόσο δύσκολα είχε περάσει κοντά του. Την αγαπούσε βέβαια όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, αλλά δεν κατάφερε ακόμα να της προσφέρει όσα ήθελε. Η ζωή του αγρότη είναι δύσκολη και έρχονται κάτι χρονιές, σαν ετούτη, που σε γονατίζουν τελείως. Οι ελιές δεν είχαν φέτος καρπό και ακόμα του χρωστούσαν λεφτά από τον μούστο που πούλησε τον Σεπτέμβρη. Κάτι του έλεγε ότι για αυτά ήθελε η Ελένη να μιλήσουν και δεν θα αργούσε να το διαπιστώσει αφού εκείνη ήδη τον πλησίαζε με δυο φλιτζάνια στα χέρια που άχνιζαν και μοσχοβολούσαν φασκόμηλο.
Εκείνη αφού άφησε τα δύο φλιτζάνια στο τζάκι, έφερε ένα πιάτο με ελιές και παξιμάδια και έσβησε την λάμπα πετρελαίου που έκαιγε πάνω στο τραπέζι. Έτσι στο ημίφως, τους άρεσε να κάθονται τα βράδια του χειμώνα, με παρέα την φωτιά, άλλοτε χωμένος ο καθένας στις σκέψεις του και άλλοτε -τις περισσότερες φορές- να συζητάνε χαμηλόφωνα ο ένας χωμένος στην αγκαλιά του άλλου ώσπου να φτάσει η ώρα να ξαπλώσουν και να αφεθούν τότε και οι δυο στην αγκαλιά του Μορφέα.
– Δοκίμασε τις ελιές, σήμερα τις έβγαλα απ’ την άλμη.
– Μμμ, νόστιμες είναι, όπως κάθε τι που φτιάχνουν τα χρυσά σου χεράκια, είπε ο Μανώλης δοκιμάζοντας άλλη μια ελιά.
– Να τα πουλήσουμε τότε, μπας και καταφέρουμε να συνέλθουμε, απάντησε η Ελένη ανοίγοντας έτσι την επίμαχη συζήτηση.
Συνέχεια στην σελίδα 3…