Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και αρκετή ώρα και η Ελένη ήταν κολλημένη στο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή του φτωχικού σπιτιού της. Ο Μανώλης, ο άντρας της, έπρεπε να είχε επιστρέψει από ώρα. Είχε ανέβει με το άλογο στο βουνό για να κουβαλήσει ξύλα. Ο φετινός χειμώνας είχε δείξει από νωρίς τα δόντια του και όσα ξύλα είχαν μαζέψει το καλοκαίρι είχαν σχεδόν όλα καταναλωθεί, μιας και άρχισαν να καίνε το τζάκι από τις αρχές του Οκτώβρη. Έτσι ο Μανώλης, μόλις τελείωνε την δουλειά του το μεσημέρι, έφευγε μαζί με το Κορίτσι, έτσι έλεγαν την φοράδα τους, ανέβαινε στο βουνό και μάζευε ξύλα για να μπορέσουν να την περάσουν μέχρι να έρθει η άνοιξη.
Τι καλό άλογο το Κορίτσι, σκέφτηκε η Ελένη. Όταν το πετάλωνε ο Μανώλης εκείνη και οι κόρες της το αγκάλιαζαν και έκαναν προσευχή να μην πονέσει. Κι αν τύχαινε κανένα καρφί να διαπεράσει το νύχι και να χτυπήσει κάποιο νεύρο, εκείνο σφιγγόταν, έτρεμε, ίδρωνε αλλά δεν κουνιόταν μην τυχόν και τραυματίσει την αφεντικίνα του ή κάποιο από τα τρία κορίτσια. Όλοι το λάτρευαν αυτό το άλογο και εκείνο τους ανταπέδιδε την αγάπη τους με την σκληρή του εργασία στα χωράφια της οικογένειας. Σαν παιδί τους το είχαν η Ελένη και ο Μανώλης το Κορίτσι. Αν δεν έτρωγε και έπινε νερό αυτό το βράδυ, μετά την δουλειά, εκείνοι δεν έβαζαν μπουκιά στο στόμα τους.
Από αυτές τις σκέψεις, την έβγαλε απότομα το τρίξιμο της μεγάλης ξύλινης αυλόπορτας. Πρώτο πρόβαλε το μεγάλο καφετί κεφάλι του Κοριτσιού που λες και χαμογελούσε καταλαβαίνοντας ότι σε λίγο θα το ξεφόρτωναν, θα το τάιζαν και θα το ξύστριζαν. Πίσω από το άλογο εμφανίστηκε ο Μανώλης που, με αργές κινήσεις από την κούραση, έκλεισε και αμπάρωσε την πόρτα που χώριζε τον κόσμο από το φτωχικό αλλά πεντακάθαρο και ασβεστωμένο σπιτικό που είχαν φτιάξει με την γυναίκα του για να ζουν οι ίδιοι, οι κόρες τους και φυσικά το Κορίτσι.
– Άντε Χριστιανέ μου, ανησύχησα.
– Να, πέρασα λίγο από την μάνα και τον πατέρα και άναψα τα καντήλια. Έχεις χαιρετίσματα…
– Αυτά τα αστεία να μην έλεγες! Δεν φοβάσαι ήθελα να ‘ξερα βραδιάτικα στο νεκροταφείο;
– Τι να φοβηθώ βρε γυναίκα. Οι νεκροί ποτέ δεν με πείραξαν, ενώ οι ζωντανοί…
– Ετοίμασε το Κορίτσι κι εγώ πάω να σου ζεστάνω το φαΐ. Μην πιάσετε πάλι κουβέντα. Τόσες ώρες μαζί είσαστε, σειρά μου τώρα… είπε η Ελένη και μπήκε γρήγορα στο σπίτι για να ζεστάνει τα μεσημεριανά ρεβίθια και να ανάψει το καντήλι που είχε ξεχάσει με την αργοπορία του Μανώλη.
Στην αριστερή πλευρά του σπιτιού ήταν κολλητά χτισμένος ο στάβλος. Εκεί μπήκε το Κορίτσι μόνο του, το συνήθειο βλέπεις, αφού το ξεφόρτωσε ο Μανώλης από τα ξύλα που είχε μαζέψει. Έβαλε στο ζώο να φάει και εκείνος πήρε το ξυστρί και άρχισε να το ξυστρίζει επιμελώς, σιγοτραγουδώντας του. Ήταν η στιγμή που ξεκουραζόταν το ζώο και ο άνθρωπος του έλεγε ευχαριστώ για τον κάματο της ημέρας. Κάνα μισάωρο αργότερα ο Μανώλης αποκαμωμένος πια άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του.
– Δέσποινα, Μαρία, Νίκη ελάτε να δείτε τι σας έφερα.
– Τι φωνάζεις Χριστιανέ μου; Δεν βλέπεις ότι δεν είναι εδώ τα κορίτσια;
– Που είναι τέτοια ώρα; Συνέβη τίποτα;
– Χριστούγεννα. Αυτό συνέβη. Μεθαύριο έχουμε παραμονή. Πήγαν στην αδερφή σου για να ετοιμάσουν τα γλυκά και να παίξουν με τις ξαδέρφες τους. Άσε να ζεσταθεί και λίγο το κοκαλάκι τους. Εξάλλου θέλω να μιλήσουμε…
– Ωχ!
– Άστα ωχ και φάε το φαγητό σου πριν κρυώσει.
– Εσύ δεν θα φας;
– Έφαγα πριν, είπε ψέματα η Ελένη αφού το λιγοστό φαΐ που έμεινε απ’ το μεσημέρι το έβαλε όλο του Μανώλη που όλη μέρα δούλευε. Λες και η ίδια καθόταν, αλλά στο μυαλό και την καρδιά της η δουλειά στο σιδεράδικο -που έκανε μερικά μεροκάματα, όταν δεν είχε δουλειά στα χωράφια ο Μανώλης- ήταν πιο βαριά από το νοικοκυριό. Εκείνη θα βολευόταν με ένα παξιμάδι, λίγες ελιές και το φασκόμηλο που θα έφτιαχνε για να συντροφεύσει την κουβέντα τους.
Συνέχεια στην σελίδα 2…