Ρεγάλο (το): χρηματικό ποσό που δίνει κάποιος σε άλλον από ευχαρίστηση για εξυπηρέτηση που του πρόσφερε· φιλοδώρημα. (*)
Πρωί πρωί μου αρίβαρε ο μπάρμπα-Θόδωρος. Ακόμα δεν είχα καλοανοίξει τα μάτια μου, μέσα από τα τσίνορα τον έβλεπα. Για καφέ, ούτε λόγος… μόλις είχα ανοίξει να αερίσω το σπίτι σου λέω. Ήρθε που λες κρατώντας με ευλάβεια στα χέρια ένα φάκελο… γράμμα από την κόρη του στην Πόλη! Συνήθως τα πηγαίνει στον παπά-Λάμπρο και του τα διαβάζει, αλλά σήμερα ο παπούλης έχει κατέβει στην Μητρόπολη για δουλειά. Του το διάβασα να του φύγει η αγωνία που το κορίτσι είναι μέσα στην τουρκιά (να σου πω ότι δεν τον καταλαβαίνω, ψέματα θα πω) και μετά αρπαχτήκαμε! Γιατί; Με το ζόρι να μου δώσει ρεγάλο: «Πάρτο κορίτσι μου για τον κόπο σου», μου έλεγε και μου ξανάλεγε. Ρε αμάν, ρε ζαμάν! Χρυσό τον έκανα. Εκείνος εκεί… να μου αφήσει τα χρήματα. Σκέφτηκα όμως τι θα κάνω. Θα πάω να αγοράσω, με τα λεφτά, υλικά και θα του φτιάξω ένα μεγάλο ταψί κρεατόπιτα που του αρέσει… τι θα κάνει, θα μου την γυρίσει πίσω; Αμ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι μπάρμπα-Θόδωρε!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.