Ψαθάς (ο): ο επαγγελματίας που κατασκευάζει και πουλά ψάθινα αντικείμενα. (*)
– Ξέχασα να σου πω!
– Τι;
– Τον θυμάσαι τον ψαθά;
– Πως δεν τον θυμάμαι ρε, αφού έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία!
– Όχι, τον συγγραφέα ρε μπουνταλά, τον κυρ Δημήτρη, τον ψαθά, δίπλα στο πατρικό της μάνας σου, που έφτιαχνε καλάθια…
– Ααα, φυσικά και τον θυμάμαι. Που τον θυμήθηκες όμως εσύ;
– Τον συνάντησα εχθές στον Ευαγγελισμό, που είχα πάει με την Μαρίνα. Έχεις πολλά χαιρετίσματα!
– Είναι καλά; Γιατί ήταν στο νοσοκομείο;
– Καλά είναι, μου είπε, για ένα τσεκ απ ήταν εκεί. Άντε φέρε το τάβλι τώρα να σε μάθω πως παίζουν…
– Χοχοχο, ας γελάσω…
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.