Ψαροκάλαθο (το): πλατύ και ρηχό καλάθι για ψάρια. (*)
Κάθε πρωί το Κατερινάκι στηνόταν στο παράθυρο της σάλας μας που έβλεπε στο δρόμο. Περίμενε καρτερικά να περάσει ο Κωσταντής. Ο Κώστας, γιος του καπετάν Αντρέα, λεβέντης, με καστανά σγουρά μαλλιά και δυο μάτια που έφερναν στην Κατερίνα ταχυκαρδία. Περνούσε έξω από το σπίτι μας, φορτωμένος με το ψαροκάλαθο, πηγαίνοντας τις παραγγελίες στον πάνω μαχαλά. Μεροδούλι μεροφάι πατέρας και γιος, αλλά πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Ευγενικοί άνθρωποι και τίμιοι! Τον έρωτα της αδερφής μου τον είχε πάρει χαμπάρι όλο το χωριό. Ο Κωσταντής όμως αγρόν ηγόραζε!
Τα σκέφτηκα έτσι, τα σκέφτηκα αλλιώς και πήρα την απόφαση να δράσω. Τι ακριβώς θα κάνω δεν το έχω βρει ακόμα, αλλά κάτι θα κατεβάσει η γκλάβα μου. Αλλιώς η μεν θα λιώσει από το καρτέρι και τον έρωτα και ο δε θα συνεχίσει να περνά από τα μέρη μας αγνοώντας τι φωτιές ανάβει. Που να τρέχουμε τώρα για πυροσβεστήρες… θέλει καλαφάτισμα η δουλειά! Κατερινιώ, βγαίνω… πάω να πάρω κάνα ψάρι για σήμερα το μεσημέρι (και κάνα γαμπρό για όλα τα επόμενα)!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.