Παλιμπαιδισμός (ο): η τάση ενός ηλικιωμένου ατόμου να συμπεριφέρεται σαν παιδί, καθώς και η ίδια η συμπεριφορά. (*)
Εχθές το βράδυ είχαμε reunion των συμμαθητών από το Λύκειο… 40+ χρόνια πίσω! Μην χάσουμε, να αντιγράψουμε και σε αυτό τα αμερικανικά ήθη και έθιμα… ας είναι! Τι να σου λέω… να ήσουν μόνο από μια μεριά να έβλεπες! Ο παλιμπαιδισμός σε όλο του το μεγαλείο. Τα ραμολιμέντα από την μια με τζιν παντελόνια και μπουφάν (που στο διάολο τα ξετρύπωσαν) και οι γριομπεμπέκες από την άλλη, να κάνουν σαν ξαναμμένες κότες σε κοτέτσι με καινούριο κόκκορα! Και ξέρεις, στα κρυφά τα χάπια του ζαχάρου και της πίεσης πήγαιναν σύννεφο. Μην πάθουμε και καμιά πλάκα τώρα στα γεράματα. Τραγελαφική η κατάσταση, για γερά στομάχια! Έφυγα στο πρώτο μισάωρο… δεν κόλλαγα κιόλας με το μάλλινο παντελόνι, το καρό πουκάμισο και την ζεστή μου ζακετούλα! Άντε να κανονίσουμε να ξαναμαζευτείτε παιδιά…
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.