Ωτακουστής (ο): αυτός που ακούει κρυφά τι συζητούν κάποιοι, που κρυφακούει. (*)
– Άσε Ισμήνη μου, είμαι ξενυχτισμένη!
– Γι…
– Γιατί; Ο κύριος Λάμπης μας φταίει. Άκου τι έγινε. Μόλις είχαμε ξαπλώσει χθες το βράδυ και άρχισαν να ακούγονται ψίθυροι από το διπλανό διαμέρισμα. Ξέρεις, οι κρεβατοκάμαρες είναι μεσοτοιχία και η μόνωση πιο λεπτή κι από την σπανακόπιτα που φτιάχνει η πεθερά μου η τσιγκούνα. Μόλις ακούει τα ψιθυρίσματα που λες το καμάρι μου, πετάγεται σαν ελατήριο, τρέχει σαν αίλουρος στην κουζίνα και μου έρχεται με ένα νεροπότηρο. Ανεβαίνει το τέρας με τις παντόφλες πάνω στο κρεβάτι, κακό χρόνο να ‘χει, και κολλά στο τοίχο ο παλιό ωτακουστής για να ανακαλύψει τι κουβεντιάζουν οι δίπλα. Άστα κορίτσι μου… μία ώρα κάθισε έτσι ωσάν το γύπα και μου έκανε και τα σεντόνια σαν τη μούρη του με τις βρωμοπαντούφλες του!
– Τι λες βρε παιδί μου;
– Έχει όμως και συνέχεια, αμέ! Όταν οι άνθρωποι τελείωσαν την κουβέντα, είπαν να συνευρεθούν με την βιβλική έννοια του όρου.
– Εεε;;;
– Να το κάνουν μωρέ, τι δεν καταλαβαίνεις; Ε, όλα τα είχαμε, κόρωσε και ο δικός μου και ήθελε μια από τα ίδια… με τα φρεσκοπλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια σε μαύρο χάλι εξαιτίας του! Θράσος παιδί μου, θράσος.
– Και…
– Τι έγινε; Ρε Ισμήνη θα αφήσεις το μπούρου μπούρου να πάω να φτιάξω κάνα φαΐ; Άντε, γλώσσα δεν έβαλες μέσα πρωινιάτικα… έλεος!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.