Οιηματίας (ο): αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που νομίζει ότι είναι σπουδαίος· αλαζόνας. (*)
Τον Σάκη τον ξέρω από μικρό παιδί. Εκείνος είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος μου, αλλά τον θυμάμαι…
Πάντα καλοντυμένος και σιδερωμένος, με την μύτη ένα χιλιόμετρο ψηλά και με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Μοναχοπαίδι γαρ, η κυρά Ελπινίκη η μάνα του, του είχε εμφυσήσει την ιδέα ότι εκείνος είναι ό,τι πιο τέλειο δημιούργησε ο Θεός! Έχει ο καημένος καβαλημένο το καλάμι από τα γεννοφάσκια του…
Αφού σκέφτονται, στο λεξικό, δίπλα στην λέξη «Οιηματίας» να βάλουν την φωτογραφία του!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.