Μαβής -ιά -ί: που έχει μοβ χρώμα. (*)
Έφτιαξα ένα καφέ και βγήκα στην βεράντα να απολαύσω το δειλινό και να καθαρίσω το μυαλό μου από τις επώδυνες σκέψεις. Ο ουρανός βαρύς, μαβής, λες και είχε συντονιστεί με την ψυχή μου. Ξάφνου ένας γλάρος διέσχισε το οπτικό μου πεδίο κάνοντας και μια θεαματική βουτιά για ψάρεμα στην αγαπημένη του, στην αγαπημένη μου, θάλασσα. Κάτι είδα να ασημίζει στο ράμφος του… χαμογέλασα… καλή όρεξη φίλε μου!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.