Λεβάντες (ο): ανατολικός άνεμος· απηλιώτης. (*)
Κάτι με έκανε να ξυπνήσω γύρω στις τέσσερις. Πίσσα σκοτάδι έξω. Αφουγκράστηκα. Ο μοναδικός ήχος που κατάφεραν να συλλάβουν τα αυτιά μου ήταν από το Κόλεϊ του γείτονα που έκοβε βόλτες, εκτελώντας πιστά τα καθήκοντα του φύλακα. Το λατρεύω αυτό το σκυλί· είναι πανέξυπνο και έχει τόσο όμορφα και καθάρια μάτια όσο και η ψυχούλα του. Αφού πάλεψα με τα σεντόνια καμιά ώρα, στριφογυρνώντας σαν το αρνί στη σούβλα, το πήρα απόφαση και σηκώθηκα. Έβαλα την καφετιέρα, επισκέφθηκα την αίθουσα του θρόνου-βαθιάς περισυλλογής και βγήκα στο μπαλκόνι με ένα φλυτζάνι μοσχομυριστό καφέ στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο. Τα πρωινά το τηλέφωνο μου εκτελεί πάντα χρέη ραδιοφώνου. Μουσικούλα, καφεδάκι και ένας Λεβάντες να φέρνει τις μυρωδιές της νύχτας, από την μεριά που σε λίγη ώρα θα εμφανιστεί ο ήλιος. Το βέλασμα ενός προβάτου διακόπτει τη μουσική και η οθόνη του κινητού ανάβει… πρέπει να αλλάξω ήχο κλήσης… ποιος να είναι; Το νούμερο άγνωστο…
– Ναι;
– Εγώ είμαι.
–
– Μου λείπεις.
–
– Να έρθω; Σ’ αγαπώ!
–
– Αντρέα με ακούς; Να έρθω;
– Έχω ζεστό καφέ. Με λένε Βασίλη!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.