Καθέλκυση (η) η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. (*)
Ο φίλος μου, ο Δημητράκης, με κάλεσε εχθές στην καθέλκυση του ολοκαίνουριου σκάφους του. Βέβαια! Μαζεύτηκε όλη η παλιοπαρέα στη Λούτσα, βγάλαμε το “σκάφος” από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και με μια τρόμπα ποδιού το φουσκώσαμε. Δυόμιση ολόκληρα μέτρα ναυπηγικής υπερτεχνολογίας… μέχρι και μικρή μηχανούλα έχει (ηλεκτρική) που μπορείς να την χρησιμοποιήσεις για να φτιάξεις και φραπέ!!! Αμέ, ποιος είπε ότι δεν μπορεί ο καθένας να μπει στο εφοπλιστικό λόμπι; Ο Δημητράκης μια χαρά τα κατάφερε… εύγε νέε μου!!!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.