Ημίονος
Ημίονος (ο): Μουλάρι. (*)
– Πω πω ρε φίλε! Τι κορμιά ήταν αυτά!
– Γυναικεία ρε λιγούρη. Μα τι ημίονος είσαι αδερφέ μου!
– Γιατί ρε, επειδή έχω ανοιχτό το πουκάμισο; Ντυμένος είμαι. Πως αλλιώς θα φαίνεται το χρυσαφικό… Fa Cad’oro φίλε, του μακαρίτη του θείου μου! Μεγάλο καμάκι της εποχής του!
– Ημίονος ρε γίδι, όχι ημίγυμνος! Ημίονος… μουλάρι… καταλαβαίνει ελλήνικος;
– Αααα… και γιατί μουλάρι ρε Νίκο;
– Γιατί ρε κλαρινογαμπρέ, αντί να σηκωθείς και να τους προσφέρεις θέση, είχες καρφωθεί στο στήθος τους και κοίταγες πότε την μία πότε την άλλη… σαν υαλοκαθαριστήρας αυτοκινήτου πήγαινε το κεφάλι σου… παλιοτσοπάνη!
– Κόλλησα ρε… και εσύ γιατί δεν σηκώθηκες;
– Δεν πρόλαβα ρε όργιο… έφυγαν τρέχοντας μην γλιστρήσουν στα σάλια σου… αι σιχτίρι!
– Τι κορμιά όμως…
– Να, να μην στα χρωστάω!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.