Χαβάνι (το): είδος μπρούντζινου γουδιού για να κοπανούν σκληρές τροφές, όπως π.χ. αμύγδαλα, καρύδια κτλ. (*)
Ο πρώτος μου δάσκαλος στην τέχνη της μαγειρικής ήταν ο συχωρεμένος ο παππούς μου, ο Στράτος. Μετά από εκείνον μαθήτευσα κοντά σε αρκετούς αξιόλογους σεφ, αλλά με κανέναν δεν απόλαυσα τόσο πολύ το μαγείρεμα. Τον θυμάμαι να μου λέει: «Πιάσε το χαβάνι να θρυμματίσουμε τα αμύγδαλα. Όχι ρε χαϊβάνι, το ξύλινο είναι το γουδί, το μπρούτζινο είναι το χαβάνι! Άντε νυχτώσαμε…» Με έβριζε, μου έριχνε και καμιά σφαλιάρα, αλλά η αγάπη και η αγωνία του να μάθω ξεχείλιζαν από κάθε πόρο της καρδιάς του, δημιουργώντας μια μαγική ατμόσφαιρα!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.