Tag: Ο

  • Οικουρώ

    Οικουρώ: παραμένω στο σπίτι λόγω ασθένειας ή αδιαθεσίας. (*)


    – Έλα Νίκη μου, εγώ είμαι, τι κάνεις;
    Οικουρώ, οικουρώ!
    – Τι κάνεις;
    – Κάθομαι στο σπίτι ρε φιλενάδα, νιώθω λίγο αρρωστούλα!
    – Κρύωσες; Έχεις πυρετό; Να έρθω;
    – Όχι μωρέ, θα μου περάσει. Εχθές είχαμε πάει με την ομάδα και φαίνεται ότι κάπου την άρπαξα την πούντα!
    – Πάλι φαγητό μοιράζατε; Να τι έπαθες τώρα!
    – Τι λες ρε Αθηνά! Και επειδή κρύωσα λίγο, τι έγινε; Ξέρεις πόσοι άστεγοι θα έμεναν νηστικοί, αν δεν βγαίναμε εχθές να κάνουμε το μοίρασμα; Μην με τρελαίνεις… αυτό μας έχει φάει, ο εαυτούλης μας και ο εαυτούλης μας. Ε, υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από την βολή μας!
    – Καλά παιδάκι μου, συγνώμη. Έχεις δίκιο… έρχομαι από εκεί να σου φτιάξω κοτοσουπίτσα για να εξιλεωθώ!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Οιηματίας

    Οιηματίας (ο): αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που νομίζει ότι είναι σπουδαίος· αλαζόνας. (*)


    Τον Σάκη τον ξέρω από μικρό παιδί. Εκείνος είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος μου, αλλά τον θυμάμαι…
    Πάντα καλοντυμένος και σιδερωμένος, με την μύτη ένα χιλιόμετρο ψηλά και με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Μοναχοπαίδι γαρ, η κυρά Ελπινίκη η μάνα του, του είχε εμφυσήσει την ιδέα ότι εκείνος είναι ό,τι πιο τέλειο δημιούργησε ο Θεός! Έχει ο καημένος καβαλημένο το καλάμι από τα γεννοφάσκια του…
    Αφού σκέφτονται, στο λεξικό, δίπλα στην λέξη «Οιηματίας» να βάλουν την φωτογραφία του!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.