Tag: Ν

  • Νεροκουβαλητής

    Νεροκουβαλητής (ο): αυτός που προσφέρει τις υπηρεσίες του για να πετύχει κάποιος άλλος στην πολιτική ή άλλη σταδιοδρομία του χωρίς ο ίδιος, φαινομενικά τουλάχιστο, να αποκομίζει κάποιο κέρδος. (*)


    Θα ‘ταν περασμένες εννέα, χθες το βράδυ, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ποιος ήταν; Χα! Ο ξάδερφος ο Κωστάκης· δευτεροξάδερφος δηλαδή, οι συχωρεμένες οι μανάδες μας ήταν ξαδέρφες. Παραξενεύτηκα που τον είδα. Είχα να τον δω… δεν θα ‘ναι δύο χρόνια;… και τότε θυμήθηκα! Πλησιάζουν εκλογές και ο Κωστάκης βγήκε παγανιά προς άγραν ψήφων. Σκέφτηκα να του κλείσω την πόρτα στη ξινή μούρη του αλλά η γυναίκα μου, καταλαβαίνοντας για που το πάω, μου σβούριξε μια τσιμπιά στην πλάτη… αυτή η ευγένεια της ρε παιδί μου, να βάζουμε στο σπίτι ακόμα και τα καθίκια… έλεος!
    Για να μην πλατειάζω, ο Κωστάκης στρογγυλοκάθισε στον καναπέ και άρχισε το μπούρου μπούρου. Μη νομίζετε πως κοπτόταν για τον εαυτό του. Για άλλον έτρεχε το ζώον. Σε κάποια φάση τα είχα πάρει τόσο στο κρανίο που, αγνοώντας τα νοήματα της Μαρίνας, του λέω: «Ρε ξάδερφε, δεν βαρέθηκες να είσαι νεροκουβαλητής του Χατζηκούκουρα;» (άκου επώνυμο… Χατζηκούκουρας… και θέλει και ευρωβουλή… ήμαρτον). Και τι μου απάντησε λέτε ο σφουγγοκωλάριος. «Όχι ρε ξάδερφε, ποτέ δεν του κουβάλησα νερό. Νερό φέρνουν από το καφέ δίπλα στο γραφείο του. Σιγά μην πήγαινα για νερό… για χάπατο με έχεις;»
    Θεέ μου δώσε μου υπομονή… και συ κυρά Μαρίνα άσε τις ευγένειες… άσε τις ευγένειες!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ναύλα

    Ναύλα (τα): το αντίτιμο του εισιτηρίου που πληρώνει ο επιβάτης οποιουδήποτε συγκοινωνιακού μέσου. (*)


    Τον Σταμάτη είχα να τον δω αρκετά χρόνια. Μαζί ξενιτευτήκαμε και στις αρχές, στον νέο τόπο, κάναμε πολύ παρέα. Τα χωριά μας πίσω στην πατρίδα είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Μετά δεν ξέρω τι έγινε… η πολλή δουλειά, οι έγνοιες, το ότι εκείνος άρχισε να κάνει περίεργες παρέες; Χαθήκαμε!
    Έτσι προχθές που συναντηθήκαμε τυχαία, κόντεψα να μην τον γνωρίσω. Εκείνος με είδε και μου φώναξε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Αντίθετα με την πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών, ο Σταμάτης δεν κατάφερε να προκόψει. Μάλιστα βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από εκείνη που είχε όταν πρωτοπατήσαμε τα πόδια μας εδώ.
    Για να καταλάβεις, ούτε τα ναύλα του δεν έχει να πληρώσει για να επιστρέψει στην πατρίδα. Ο αδερφός του στο χωριό, ένα πιάτο φαγητό θα του το δώσει, ενώ εδώ… Έτσι στην ελληνική παροικία κάναμε έρανο και τον στείλαμε πίσω στην Ελλάδα. Ά, ρε Σταμάτη…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.