Tag: Κ

  • Καθότι

    Καθότι: επειδή, διότι. (*)


    Ο ήλιος άρχισε σιγά σιγά να σβήνει στον ορίζοντα, παραχωρώντας την θέση του σε ένα λειψό φεγγάρι και μερικά μισοσβησμένα άστρα. Η ατμόσφαιρα έκανε να δροσίσει λιγάκι, ενώ τα νυκτόβια πλάσματα άφησαν τις φωλιές τους και βγήκαν προς άγραν τροφής. Ο Τυπάλδος, καθότι είναι μεγάλος εξερευνητής, συνέχισε απτόητος την πορεία του μέσα στο δάσος που όλο και πύκνωνε. Το μονοπάτι το είχε χάσει από ώρα, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Απόψε έπρεπε να βρεθεί στο Γκρι, το μικρό χωριό που ο χάρτης έδειχνε ότι είναι φωλιασμένο στα ανατολικά του Αρχαίου Δάσους.
    Με κάθε βήμα του ατρόμητου περιπατητή μας, οι μύθοι που είχαν να κάνουν με τον τόπο που βρισκόταν, ανασύρονταν από την μνήμη και κατέκλυζαν τη σκέψη του. Ειδικά εκείνος… με το φάντασμα της Γριάς, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό του. Πρώτα λέει εμφανίζεται μια μυστηριώδης ομίχλη και μετά, ξαφνικά, αρχίζει να αχνοφαίνεται η φιγούρα της Γριάς που κρατά το κεφάλι της στο δεξί της χέρι. Ο θαρραλέος Τυπάλδος έκανε το σταυρό του και συνέχισε την νυχτερινή του πορεία.
    «Αυτά είναι παραμυθάκια για να τρομάζουν τα μικρά παιδιά και όχι άντρες γεροί και δυνατοί σαν εμένα», σκέφτηκε κοιτώντας προσεκτικά τριγύρω μην πάρει το μάτι του τίποτα το αφύσικο. Και τότε, άκουσε κάποιον να λέει το όνομα του τραβώντας ανατριχιαστικά την τελευταία συλλαβή… Τυπάλδεεεεε, Τυπάλδεεεεε… χέστηκε πάνω του, το έβαλε στα πόδια, γλίστρησε, ξανασηκώθηκε, ξαναχέστηκε και ακόμα όπως λέει ο θρύλος τρέχει… με λερωμένο παντελόνι και κάθιδρο μέτωπο! Καθότι στην πραγματικότητα ήταν ποντικόκαρδος και παλικάρι της φακής, από τα λίγα!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Κάθιδρος

    Κάθιδρος -η -ο: καταϊδρωμένος. (*)


    Στο χωριό μας, για τρίτη συνεχή χρονιά, διοργανώνεται αγώνας ανωμάλου δρόμου. Τέτοιος ανώμαλος που είναι ο πρόεδρος, τέτοιο αγώνισμα διοργανώνει. Τέλος πάντων! Φέτος, λοιπόν, αποφάσισε να λάβει μέρος και ο φίλος μου ο Δημητράκης. Ο κατά κόσμον, Δημήτρης Κατρούμπας, με σαράντα χρόνια στην πλάτη και σαρανταπέντε πόντους προεξέχουσα από το σώμα μπιροκοιλιά!
    «Που θα πας ρε ζαγάρι; Θα σου έρθει ταμπλάς!», του λέω κάθε μέρα αλλά αυτός εκεί, στο πείσμα του…
    «Α, ρε! Είμι φιτ ρε ιγώ!», απαντάει κάνοντας “ποντίκι” με το πλαδαρό δεξί του μπράτσο!!!
    Μη σας τα πολυλογώ… έφτασε η μέρα του αγώνα. Μαζεύονται όλοι οι επίδοξοι Κεντέρηδες και ο πάρεδρος με ένα μισοσκουριασμένο περίστροφο -το είχε από τον πατέρα του που ήταν αντάρτης στην κατοχή- δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα του αγώνα! Αρχίζουν να πουλαλούν οι ερασιτέχνες αθλητές του χωριού, μαζί και ο Δημητράκης. Μετά από κάνα μισάωρο, φτάνει στο τερματισμό ο πρώτος (όχι βέβαια ο φίλος μου). Δεν περνούν ένα δύο λεπτά, να σου κι ο δεύτερος (μην αναρωτιέστε, φυσικά δεν είναι ο Δημητράκης)! Τριάντα δύο άτομα τερμάτισαν, τριάντα τρία είχαν ξεκινήσει. Ο φίλος μου ο φιτ άφαντος… τον βρήκαμε κάθιδρο, να ασθμαίνει, στα μισά της διαδρομής. Από την ανακούφιση, δε, που νοιώσαμε όταν βεβαιωθήκαμε ότι ζει, του δώσαμε όλοι οι χωριανοί ένα μεγάλο μετάλλιο… αυτό της ανοικτής παλάμης! Πάντως ο φιλαράκος μου στην ταβέρνα του Μήτσου, που μαζευτήκαμε όλοι μετά, βγήκε πρωταθλητής οινοποσίας και μπριζολοφαγίας μετά τζατζικίου! Εύγε λεβέντη μου, κοιλιοφίτ!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Καθέλκυση

    Καθέλκυση (η) η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. (*)


    Ο φίλος μου, ο Δημητράκης, με κάλεσε εχθές στην καθέλκυση του ολοκαίνουριου σκάφους του. Βέβαια! Μαζεύτηκε όλη η παλιοπαρέα στη Λούτσα, βγάλαμε το “σκάφος” από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και με μια τρόμπα ποδιού το φουσκώσαμε. Δυόμιση ολόκληρα μέτρα ναυπηγικής υπερτεχνολογίας… μέχρι και μικρή μηχανούλα έχει (ηλεκτρική) που μπορείς να την χρησιμοποιήσεις για να φτιάξεις και φραπέ!!! Αμέ, ποιος είπε ότι δεν μπορεί ο καθένας να μπει στο εφοπλιστικό λόμπι; Ο Δημητράκης μια χαρά τα κατάφερε… εύγε νέε μου!!!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.