Tag: Ι

  • Ιερεμιάδα

    Ιερεμιάδα (η): λόγος που παρουσιάζει, περιγράφει ή εκτιμά, μια κατάσταση με τρόπο ιδιαίτερα απαισιόδοξο ή μεμψίμοιρο· θρηνολογία, μεμψιμοιρία. (*)


    – Σκύψε!
    – Γιατί;
    – Σκύψε ρε πουλάκι μου… τώρα! Ο Νικολάκης είναι στο μαγαζί με τα ρούχα, απέναντι. Άμα μας δει την κάναμε!
    – Καλό παιδί είναι μωρέ ο Νίκος. Γιατί δεν πας να τον φωνάξεις να πιει μαζί μας καφέ;
    – Καλό, χρυσό και άγιο είναι, δεν λέω. Αν αρχίσει όμως τις ιερεμιάδες για την ζωή του… θα αλλάξω την παραγγελία και αντί για freddoccino θα παραγγείλω κώνειο.
    – Ε, όχι και να τον σκοτώσουμε τον άνθρωπο μωρέ… είναι λίγο παραπονιάρης, τι να κάνουμε!
    – Καταρχήν το κώνειο θα ήταν για μένα… μου δημιουργεί αυτοκτονικές τάσεις ο Νικολάκης. Όσο για το “λίγο παραπονιάρης” δεν το σχολιάζω. Παιδί μου αυτός είναι ικανός να μαράνει λουλούδι με την μαυρίλα που βγάζει από μέσα του. Άσε που… βρε καλώς τον! Πως από εδώ Νικολάκη;
    – Να μωρε, θέλω να αγοράσω ένα παντελόνι, αλλά πολύ ακριβά ρε παιδιά… και τα υφάσματα δεν μου άρεσαν, σαν πολύ λεπτά μου φάνηκαν… και τα χρώματα, ήταν κάπως… άσε που δεν έχω και πολύ διάθεση να δοκιμάζω και να ξαναδοκιμάζω… Εσείς καλά; Εμένα μου έτυχαν απίστευτα πράγματα στη δουλειά… δεν νομίζω να αντέξω άλλο…
    – ^$&*@#(@(#@
    – *%&#:()@*$(%

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ιδιάζων

    Ιδιάζων -ουσα -ον: που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα. (*)


    Ο γιατρός μας είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Μια όαση μέσα στην σύγχρονη έρημο της αδιαφορίας και του ωφελιμισμού. Κάθε ασθενή του τον αντιμετωπίζει σαν να είναι μέλος της οικογένειας του. Για φακελάκι στις εγχειρήσεις ούτε λόγος και όσο για το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερου χρόνου του, τον διαθέτει σε εθελοντική εργασία σε διάφορες ομάδες βοήθειας αστέγων και απόρων. Είναι ένας άνθρωπος με το Α κεφαλαίο! Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας αν τέτοιοι επιστήμονες ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Ιδεόγραμμα

    Ιδεόγραμμα (το): γραφικό σημείο, παράσταση, που, μέσα σε ένα σύστημα γραφής, εκφράζει μια ιδέα, έννοια και όχι τους φθόγγους της αντίστοιχης λέξης. (*)


    – Αγάπη μου, μήπως πρέπει να αποφασίσεις τελικά ποιο θα κάνεις; Οι άνθρωποι κλείνουν σε μία ώρα. Αυτό το άλμπουμ αν είχε λαλιά θα σε είχε σκυλοβρίσει!
    – Ρε μωράκι, τατουάζ είναι αυτό δεν είναι πουκάμισο, αν δεν μου αρέσει δεν το ξαναφοράω! Κινέζικα είπαμε είναι όλα αυτά;
    – Ναι βρε καρδιά μου -το καρδιά μου το λέει με σφιγμένα χείλη- όλα κινέζικα ιδεογράμματα είναι… διάλεξε επιτέλους! Εξηγεί τι σημαίνει το καθένα κάτω από το σχέδιο.
    – Κι αν έχουν κάνει λάθος στη μετάφραση και αντί για «Γενναιότητα» που θέλω μάλλον εγώ βγει τίποτα του στυλ «Μαλακομπούκωμα»;
    – … #&@!(*# … για το τελευταίο έχεις φυσικό χάρισμα Γιαννάκη μου, δεν χρειάζεσαι ταττού… πάω να φύγω… Α, μα πια!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.